Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "νανο-"
2 εγγραφές [1 - 2]
νανο- 1 [nano] & νανό- [nanó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα· προσδίδει τη σημασία του μικροσκοπικού σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~απολίθωμα, ~πλαγκτόν. || (ιατρ.) για παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από υπερβολική μικρότητα συνήθ. του μέρους του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κεφαλία, ~σωμία. || ~κέφαλος, νανόσωμος.

[λόγ. < διεθ. nano-, nanno- `πολύ μικρός΄ < λατ. nanus < αρχ. νᾶνο(ς) (και γραφή νάννος) ως α' συνθ.: νανο-σωμία < διεθ. nanosomie]

νανο- 2 & νανό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (φυσ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις που δηλώνουν μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους η οποία ισοδυναμεί με το ένα δισεκατομμυριοστό της μονάδας που δηλώνει το β' συνθετικό· (πρβ. γιγα-): νανόμετρο, ~δευτερόλεπτο: Ένα νανόμετρο ισοδυναμεί με το ένα δισεκατομμυριοστό του μέτρου.

[λόγ. < διεθ. nano- `ένα δισεκατομμυριοστό΄ (δες νανο- 1) ως α' συνθ.: νανο-δευτερόλεπτο μτφρδ. γαλλ. nanoseconde]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες