Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μ-"
1 εγγραφή
μ- [m] : (προφ.) πριν από το αρχικό φωνήεν της λέξης που προηγείται ή στη θέση του αρχικού συμφώνου ή των αρχικών συμφώνων· σε περιστασιακή σύνθεση και συνήθ. σε πρόταση που εμπεριέχει άρνηση, για να δηλώσει κατηγορηματικά ο ομιλητής την απόλυτη διαφωνία και αποδοκιμασία του στα λόγια, στην πρόταση ή στην απαίτηση του συνομιλητή του π.χ.: Kομμένα τα έξω μέξω, δεν πρόκειται να ξαναβγείς έξω. Έχω βαρεθεί να βλέπω κάθε τόσο τα σόγια και τα μόγια. Ξανά μανά.

[τουρκ. πρόθημα αναδιπλ. m-, πριν από το αρχικό φωνήεν της λέξης που προηγείται ή στη θέση του αρχικού συμφώνου της, στη σημ.: `και τα παρόμοια΄, π.χ. τουρκ. ağaç mağaç `δέντρα ξε-δέντρα΄, partiler martiler `κόμματα ξε-κόμματα΄, χικ μικ < τουρκ. hιk mιk (σύγκρ. ξε-IV)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες