Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "μονο-"
1 εγγραφή
μονο- [mono] & μονό- [monó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & μον- [mon], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από [o] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις, συνήθ. (ουσιαστικοποιημένα) επίθετα. 1. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός και μόνο στοιχείου από αυτά που δηλώνει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό: ~ατομικός, ~κινητήριος, μονόκλω νος, μονόκλινος, ~σάνδαλος, μονόφθαλμος· ~δύναμος, ~σέλιδος, ~σύλλαβος, ~ψήφιος, ANT πολυ-· ~κόμματος· ~καλλιέργεια, ~κοτυλήδονα· ~θεϊσμός, ~κατοικία, ANT πολυ-. || με αρνητική σημασία, όταν το στοιχείο του ενός και μόνου, όσον αφορά την ιδιότητα που συνεπάγεται το β' συνθετικό, δεν είναι το κανονικό ή το επιθυμητό: ~διάστατος, μονόπλευρος, μονότονος, μονόχνωτος. β. έχει διάρκεια μιας μόνο χρονικής μονάδας την οποία εκφράζει το β' συνθετικό: μονόλεπτος· ~ετής, μονόωρος, ~ήμερος. ANT πολυ-. γ. παρουσιάζει μόνο μία φορά αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό: μονόκαρπος. 2. (χημ.) δηλώνει νέα ένωση που προκύπτει από την εισαγωγή ενός μόνο ατόμου ή ομάδας από το στοιχείο που εκφράζει το β' συνθετικό: ~σουλφονικό οξύ.

[μσν. μον(ο)- θ. των επιθ. μόν(ος), μον(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. μονο-κόμματος & λόγ. < αρχ. μον(ο)- θ. του μόνο(ς): αρχ. μον-όφθαλμος, ελνστ. μονο-γαμία & λόγ. < διεθ. mono- < αρχ. μον(ο)-: μονο-μανία, μονό-λογος, μον-οξείδιο < γαλλ. monologue, monomanie, monoxide, μονο-πέταλος < νλατ. monopetalus, μονο-φωνία < αγγλ. monophony & μτφρδ.: μονο-κύτταρος < γαλλ. uni cellulaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες