Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "λιπο-"
2 εγγραφές [1 - 2]
λιπο- 1 [lipo] & λιπό- [lipó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λιπ- 1 [lip], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : ρηματικό α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετες λέξεις. 1. (σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την έλλειψη, απουσία αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~βαρής, λιπόσαρκος, λιπόψυχος· ~θυμία, ~ψυχία. 2. χαρακτηρίζει το πρόσωπο που εγκαταλείπει αυτό που συνεπάγεται το β' συνθετικό: ~ναύτης, ~τάκτης. || λιπένορκος, ένορκος που αδικαιολόγητα δεν εμφανίζεται στο δικαστήριο.

[λόγ. < αρχ. λιπ- (συνοπτ. θ. του ρ. λείπω) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. λιπό-ξυλος `που δεν έχει ξύλα΄, λιπο-θυμῶ, ελνστ. λιπο-τάκτης]

λιπο- 2 & λιπό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & λιπ- 2, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες, συνήθ. λόγιες ή επιστημονικές λέξεις με αναφορά στο λίπος, σε λιπαρές ουσίες: ~κιβώτιο, ~συλλέκτης. || (βιοχημ.) ~βλάστη, ~κύτταρο, ~λυσία, λιπόφοβος· (ιατρ.) ~σωμάτωση, λιπουρία.

[λόγ. < διεθ. lip(o)- < αρχ. ουσ. λίπο(ς) ως α' συνθ.: λίπ-ωμα < νλατ. lipoma ( [-pó-] ), λιπ-ουρία < γαλλ. lipurie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες