Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "λιο-"
2 εγγραφές [1 - 2]
λιο- 1 [o] & λιό- [ó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (λαϊκότρ.) α' συνθετικό σύνθετων λέξεων με αναφορά στον ήλιο· (πρβ. ηλιο-): ~γέννητος, λιόγερμα, ~πύρι.

[μσν. ηλιο- θ. του ουσ. ήλι(ος) -ο- ως α' συνθ. με αποβ. του αρχικού άτ. φων.: λιο-γέννητος, λιό-λαμπρος < μσν. ηλιο-γέννητος, ηλιό-λαμπρος]

λιο- 2 & λιό-, όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (κυρ. λαϊκότρ.) α' συνθετικό σύνθετων λέξεων με αναφορά στην ελιά (δέντρο, καρπός)· (πρβ. ελαιο- 1): λιόδεντρο, λιόκλαδο, ~κούκουτσο, λιόλαδο, ~μάζωμα, λιότοπος, ~τρίβι.

[μσν. λιο- < αρχ. ἐλαι(ο)- θ. του ουσ. ἔλαιο(ν) `λάδι΄ ως α' συνθ. (δες ελαιο- 1) με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.: μσν. λιό-φυτο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες