Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "κουτσο-"
1 εγγραφή
κουτσο- [kutso] & κουτσό- [kutsó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κουτσ- [kuts], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. παρουσιάζει ελάττωμα, αναπηρία κτλ. ως προς τη μορφή ή τη λειτουργία που συνεπάγεται: κουτσαύτης, ~μύτης, ~πόδης, ~χέρης. || ~φλέβαρος. β. είναι μικρό, πενιχρό όχι ικανοποιητικό: ~δουλειά, ~μάγαζο, ~τράπεζο. γ. γίνεται με δυσκολία, ανεπαρκώς, σε μικρό βαθμό, όχι ικανοποιητικά: ~βλέπω, ~διαβάζω, ~ζώ· ~βολεύω. 2. προσδίδει στη σύνθετη λέξη, ανάλογα με την πρόθεση του ομιλητή, θετική ή αρνητική χροιά: ~δόντης, ~πίνω. || Kουτσόβλαχος.

[μσν. κουτσ(ο)- < θ. κοψ- (κόπτω, κόβω) -ο- ως α' συνθ.: κοψ-ο-μύτης > μσν. κουτσ-ο-μύτης, κοψ-ο-πόδης > κουτσ-ο-πόδης με τροπή [ps > ts] (σύγκρ. ψευδός > τσευδός) και [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες