Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "θερμο-"
1 εγγραφή
θερμο- [θermo] & θερμό- [θermó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & θερμ- [θerm], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : οι έννοιες θερμός, θερμότητα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: 1. σε αντικειμενικά σύνθετα: ~συσσωρευτής, θερμαγωγός, ~ρρυθμιστικός, ~μετρώ, ~γόνος. 2. σε προσδιοριστικά σύνθετα: α. δηλώνει ότι το β' συνθετικό χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα του θερμού: ~πηγή, θερμόαιμος. β. δηλώνει ότι η θερμότητα αποτελεί το μέσο με το οποίο γίνεται ή λειτουργεί κτ.: ~θεραπεία, ~κοιτίδα, ~κήπιο, ~συγκολλώ. 3. σε παρατακτικά σύνθετα: ~χημεία, ~ηλεκτρικός. 4. με επιτατική σημασία: ~παρακαλώ.

[λόγ. < αρχ. θερμ(ο)- θ. του επιθ. θερμό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. θερμο-λουσία `ζεστό μπάνιο΄ & διεθ. thermo- < αρχ. θερμο-, θέρμ(η) `ζέστη΄ -ο-: θερ μο-δυναμική < γαλλ. thermodynamique & μτφρδ. αγγλ. warm, hot, γαλλ. chauffage, calorique, γερμ. warm- (δες στο θερμόαιμος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες