Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ευ-"
1 εγγραφή
ευ- [ev], πριν από φωνήεν ή ηχηρό σύμφωνο & [ef], πριν από άηχο σύμφωνο & εύ- [év] ή [éf], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα που απαντά σε επίθετα, συχνά επιστημονικά ή λόγια, και τα παράγωγά τους· (πρβ. ευκολο-). 1. (κυρίως με ρηματικό επίθετο σε -τος) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο εύκολα μπορεί να δεχτεί την ενέργεια που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη. ANT δυσ-: εύκαμπτος, ευκίνητος, ευμετάβλητος, ευνόητος, ευπρόσβλητος, εύχρηστος· ευκαμψία, ευκινησία. || εύπιστος· ευπιστία· (φυσ.) ευηλεκτραγωγός, ευθερμαγωγός, καλός αγωγός ηλεκτρισμού, θερμότητας. 2. συνήθ. προσδιορίζει πρόσωπο και προσδίδει στην ουδέτερη σημασία της πρωτότυπης λέξης την ιδιότητα του καλός, όμορφος, ευχάριστος: εύθυμος, ευμενής, ευτυχής. ANT δυσ-· ευπαρουσίαστος, με καλό, όμορφο παρουσιαστικό· ευθυμία, ευτυχία· ευθυμώ, ευτυχώ. 3. σχηματίζει τη θετική έννοια επιθέτου με το στερητικό α- 1: ευσεβής, εύσπλαχνος, ευσταθής, εύστοχος, ευσυνείδητος. ANT ασεβής, άσπλαχνος, ασταθής κτλ. 4. (με επιτατική λειτουργία συχνά σε ειρωνικό λόγο) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σε μεγάλο βαθμό των στοιχείων που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: ευμεγέθης, εύσωμος, ευτραφής, εύχυμος (αρκετά παχύς, σωματώδης, κτλ.).

[λόγ. < αρχ. εὐ- < επίρρ. εs `καλά΄ ως α' συνθ., παραγωγικό ον.: αρχ. εὔ-φορος, εὐ-φορία, εὐ-δαίμων, εὐ-αγγέλιον `αμοιβή για καλά νέα΄ (η σημερ. σημ. ελνστ.), αρχ. εὔ-πιστος & διεθ. eu- < αρχ. εὐ-: ευ-κάλυπτος < νλατ. eucalyptus, ευ-γονική, ευ-θερμικός < αγγλ. eugenics, euthermic]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες