Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αυτο-"
1 εγγραφή
αυτο- [afto] & αυτό- [aftó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αυτ- [aft] ή αυθ- [afθ], σε παλαιότερη σύνθεση όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. δηλώνει αυτοπάθεια: α. σε σύνθετα ρήματα παθητικής φωνής: ~ανακηρύσσομαι, ~αποκαλύπτομαι, ~δημιουργούμαι, ~ελέγχομαι, ~επαινούμαι, ~καταστρέφομαι, ~κατηγορούμαι, ~ονομάζομαι, ανακηρύσσω, αποκαλύπτω κτλ. τον εαυτό μου. β. σε σύνθετα αφηρημένα ουσιαστικά: ~εξυπηρέτηση, ~παρατηρησία, ~πειθαρχία, ~προστασία, ~σεβασμός, ~συγκράτηση, το να παρατηρεί κανείς τον εαυτό του, να πειθαρχεί στον εαυτό του κτλ. 2. με αναφορά στη δύναμη, τις δυνάμεις, την προσπάθεια κτλ. αποκλειστικά του ίδιου του υποκειμένου ή του προσδιοριζομένου και όχι στη δύναμη ή γενικά τη βοήθεια που προέρχεται από άλλη πηγή: ~δημιούργητος, ~δίδακτος, ~σύστατος· ~κίνητος, αυτόφωτος. ANT ετερο-. 3. για να δηλώσει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται από μόνο του, αυτομάτως: ~γενής, ~φυής, αυθύπαρκτος· ~ΐαση. 4. (σε σύνθετα επίθ.) δηλώνει ανεξαρτησία του προσδιοριζομένου όσον αφορά αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: αυτεξούσιος, ~δύναμος, ~κέφαλος.

[λόγ. < αρχ. αὐτ(ο)- θ. της αυτοπ. αντων. αὐτό(ς) `αυτός ο ίδιος, μόνος του΄ ως α' συνθ.: αρχ. αὐτο-κτονία, αὐτ-άρκης & διεθ. auto- < αρχ. αὐτο-: αυτο-βιογραφία < γαλλ. autobiographie & μτφρδ.: αυτο-θυσία < αγγλ. self-sacrifice, αυτο-κίνητο < γαλλ. automobile, αυτο-σκοπός < γερμ. Selbstzweck· λόγ. < αρχ. αὐθ- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. αὐθ-ημερόν, ελνστ. αὐθ-υπόστατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες