Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ανα-"
2 εγγραφές [1 - 2]
α- 1 [a] & αν- 1 [an], συνήθ. πριν από φωνήεν & ά- [á] ή άν- [án], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα & ανα- 1 [ana] ή ανά- [aná], μερικές φορές πριν από σύμφωνο & (σπάν., λαϊκότρ.) ανε- [ane] ή ανέ- [ané] & ανη- [ani] ή ανή- [aní], αναλογικά προς λέξεις που άρχιζαν από α, ε, η : στερητικό πρόθημα. 1. δηλώνει: α. (σε επίθετα) το αντίθετο από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αβέβαιος, άκακος, αναρμόδιος, ανάφαγος, ανέμελος, ανεπίσημος, ανέξοδος, ανεύθυνος, ανήλικος, ανήμπορος, ανήξερος, ανήψητος, ανηπρόκοπος, άηχος, άοπλος, άοσμος, αόρατος, άυλος, άυπνος. || σε ρηματικά επίθετα σε -τος ενεργητικής σημασίας: ανάρμοστος, ανόρεχτος· παθητικής σημασίας: αβασάνιστος, ανεξέλεγκτος· ενεργητικής και παθητικής σημασίας: απλήρωτος, αφάγωτος· χωρίς διάκριση της απλής άρνησης από την έλλειψη δυνατότητας: αδικαιολόγητος, αλογάριαστος, που δε δικαιολογήθηκε / λογαριάστηκε, αλλά και δεν μπορεί να δικαιολογηθεί / να λογαριαστεί. β. (σε ουσιαστικά) την έλλειψη, την απουσία της κατάστασης που εκφράζει ή υπονοεί η πρωτότυπη λέξη: αλάθητο, αναβροχιά, ανελευθερία, ανεμελιά, ανεντιμότητα, ανευθυνότητα, απλυσιά, αρρυθμία, αχαριστία. γ. (σε ρήματα) αντίθεση προς αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αδυνατώ, ατυχώ. 2. (προφ.) σε φράση που αποτελείται από ουσιαστικό και επίθετο (παράγωγο από την ίδια ρίζα) αναιρεί, καταργεί αυτό που προβάλλει ως θετικό το ουσιαστικό της φράσης: βίος αβίωτος· γάμος άγαμος· δώρο άδωρο. 3. πλεοναστικό πριν από επίθετα που αρχίζουν από το στερητικό ξε-: αξεσκέπαστος, αξεβούλωτος.

[αρχ. στερ. πρόθημα ἀν- συνήθ. πριν από φων.: αρχ. ἀν-άξιος & ἀ- πριν από σύμφ.: αρχ. ἀ-δάκρυτος, σπάν. το αντ.: αρχ. ἀ-όρατος (αρχικά παρήγε μεταρ. επίθ.: αρχ. ἀ-δάκρυτος, αλλά επεκτάθηκε στην παραγωγή και άλλων επιθ.: αρχ. ἄ-μοιρος, ἀ-σεβής και τελικά στην παραγωγή ουσ.: νεοελλ. α-λυγισ-ιά) & λόγ. < διεθ. a-, an- < λατ. a-, an- < αρχ. ἀ-, ἀν-: α-λογικός, αν-αερόβιος < γαλλ. alogique, anaérobie· ανα-: μσν. ανα-: μσν. ανά-λουστος `άλουστος΄, επέκτ. από επίθ. που άρχιζαν με α-: αρχ. ἀν-αμάρτητος ή με επανάληψη του αρνητικού: αν-ά-λουστος· ανε-: μσν. ανε-: μσν. ανέ-γνοιαστος, επέκτ. από επίθ. που άρχιζαν με ε-: ελνστ. ἀν-έξοδος· ανη-: επέκτ. από επίθ. που άρχιζαν με η-: αρχ. ἀν-ήκουστος, μσν. αν-ήμπορος (< μσν. ημπορώ) με νέα ανάλ. ανη-, με βάση τον τ. μπορώ, νεοελλ. ανη-πρόκοπος `ανεπρόκοπος΄]

ανα- 2 [ana] & αν- 2 [an], κυρίως σε παλαιότερη παραγωγή πριν από φωνήεν & ανά- [aná] ή άν- [án], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα που συνήθ.: I1. δηλώνει τόπο, με την έννοια πάνω, προς τα πάνω. ANT κατα-: αναδύομαι· άνοδος, ανάβαση, ανάδυση· ανοδικός· αναμαλλιάρης. 2. με επιτατική σημασία: αναβοώ, ανακράζω. || αναμεταξύ. 3. με υποκοριστική σημασία: ανάλαφρος. 4. σε ρήματα και ουσιαστικά δηλώνει επανάληψη· (πρβ. επανα-, ξανα-): αναβαθμολογώ, αναβαπτίζω, αναδιανέμω, αναδιατάσσω, αναδιοργανώνω, ανακατανέμω· αναβαθμολόγηση, αναβάπτιση, αναδιανομή, αναδιάταξη, αναδιοργάνωση, ανακατανομή. 5. σε επιστημονικούς όρους: αναφυλαξία, αναβολισμός. II. σε πολλές λέξεις δεν είναι για τα νέα ελληνικά εμφανής η παραγωγή: ανάποδος, αναγουλιάζω.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἀν(α)- < πρόθ. ἀνά ως α' συνθ.: αρχ. ἀνα-βλέπω, ἀνα-βλαστάνω (δες στο αναβλασταίνω) (I5: λόγ. < διεθ. ana- < αρχ. ἀνα-: ανα-φυλαξία < γαλλ. anaphylaxie)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες