Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αλληλο-"
1 εγγραφή
αλληλο- [alilo] & αλληλ- [alil], ιδίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα συνήθ. ρήματα και στα παράγωγά τους· δηλώνει αμοιβαιότητα ή αλληλοπάθεια ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερα πρόσωπα ή σύνολα και κατά συνέπεια σχηματίζει σύνθετα ρήματα παθητικής φωνής (συνήθ. στο γ' πληθ. πρόσωπο): ~εξοντώνονται, ~ενισχύονται, ~προσδιορίζονται, ~συγκρούονται, μεταξύ τους, ο ένας με τον άλλον εξοντώνονται, ενισχύονται κτλ. || αλληλασφάλεια, αλληλεπίδραση, ~αναίρεση, ~εξόντωση, ~εξυπηρέτηση, ~συσχέτιση· ~διάδοχος.

[λόγ. < αρχ. ἀλληλ(ο)- θ. της αντων. ἀλλήλων, ἀλλήλους ως α' συνθ.: αρχ. ἀλληλο-φαγεῖν `το να τρώει ο ένας τον άλλον΄, ελνστ. ἀλληλ-εγγύη & μτφρδ.: αλληλο-βοήθεια, αλληλ-εξάρτηση < γαλλ. entraide, interdépendence]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες