Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ακρο-"
3 εγγραφές [1 - 3]
ακρο- 1 [akro] & ακρό- [akró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (συνήθ. λογοτ., λαϊκότρ.) δηλώνει την άκρη, το τέρμα αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~θαλασσιά, ~λιμνιά, ~δάχτυλο, ακρόνυχο, ~ούρανο. || την άκρη, την κορυφή αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~βούνι, ~κόρυφο. || ~βλάσταρο, ακρόκλαδο.

[μσν. ακρο- (στη σημερ. σημ.): μσν. ακρο-δάκτυλον < αρχ. ἀκρο- θ. του επιθ. ἄκρο(ς) `που βρίσκεται στην άκρη (ψηλά ή στην περιφέρεια)΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἀκρό-πολις `πάνω πόλη, κάστρο΄, ἀκρο-τομῶ `κόβω την άκρη (του σταχυού)΄, ελνστ. ἀκρο-θιγής `που αγγίζει την επιφάνεια΄]

ακρο- 2 & ακρ- [akr], συνήθ. όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : (συνήθ. λαϊκότρ.) κυρίως σε σύνθετα ρήματα: 1. υποκοριστικά, με την έννοια λίγο, κάπως: ακραγαπώ, ακρακούω, ~γελώ, ~καρτερώ. || άσκημα, δύσκολα: ~ζώ. || σε χαλαρή σύνθεση: ~θολός. 2. επιτατικά με τη σημασία (υπερβολικά) πολύ: ~λυπούμαι.

[ελνστ. ἀκρο- (δες ακρο- 1): ελνστ. ἀκρό-ζυμος `μόλις ανεβασμένο προζύμι΄, μσν. ακρο-γελώ, ακρο-φοβούμαι `φοβάμαι λίγο΄]

ακρο- 3 : (ιατρ.) α' συνθετικό που αναφέρεται στα άκρα του σώματος, στα χέρια και στα πόδια: ~μεγαλία, ~παραισθησία.

[λόγ. < διεθ. acro- < αρχ. ἄκρο(ν) (δες άκρο2): ακρο-μεγαλία < γαλλ. acromégalie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες