Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιμο- [emo] & αιμό- [emó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αιμ- [em], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (επιστ.) το ουσ. αίμα ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα κυρίως ουσιαστικά· συχνά εναλλάσσεται με το αιματο-I2: αιμαγγείωμα, ~διάγραμμα, ~πετάλια, αιμόπτυση, ~σπορίδια και αιματοσπορίδια, ~ποίηση και αιματοποίηση· ~στατικός, ~φόρος. || φανερώνει παθολογική συγκέντρωση αίματος στο σημείο του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό: ~περικάρδιο, αιμοφθαλμία. 2. σε αντικειμενικά σύνθετα: ~δοσία, ~δότης, ~δότρια.
[λόγ. < αρχ. αἱμ(ο)- < θ. αἱμ- του ουσ. αxμα -ο- ως α' συνθ.: αρχ. αἱμο-βόρος, αἱμο-ρραγία, ελνστ. αἱμο-διψής & διεθ. haem(o)- < αρχ. αἱμ(ο)-: αιμο-λυτικός < γαλλ. hémolytique & μτφρδ.: αιμο-κάθαρση < γερμ. Blutreinigung, αιμο-σφαίριο < γαλλ. cellule sanguine]