Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άψε σβήσε [ápse zvíse] επίρρ. : πολύ γρήγορα· αμέσως, στη στιγμή: ~ έκανε το λογαριασμό με το νου. ΦΡ στο ~: Tελείωσε τη δουλειά στο ~ και ξαναγύρισε.
[προστ. των ρ. άφτω `ανάβω΄ (< αρχ. ἅπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ) + σβήνω]