Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "άψε σβήσε"
1 εγγραφή
άψε σβήσε [ápse zvíse] επίρρ. : πολύ γρήγορα· αμέσως, στη στιγμή: ~ έκανε το λογαριασμό με το νου. ΦΡ στο ~: Tελείωσε τη δουλειά στο ~ και ξαναγύρισε.

[προστ. των ρ. άφτω `ανάβω΄ (< αρχ. ἅπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ) + σβήνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες