αρθρωτής [articulator]
αρθρωτής [articulator]
Αρθρωτές είναι τα όργανα του σώματος που χρησιμοποιούνται για να παραχθούν οι φθόγγοι κατά την ομιλία: τα χείλη, τα δόντια, τα φατνία, ο ουρανίσκος, η υπερώα, η σταφυλή, η γλώσσα, η στοματική και η ρινική κοιλότητα (οι οποίες ονομάζονται και φωνητική κοιλότητα), οι φωνητικές χορδές, η γλωσσίδα, ο λάρυγγας, ο φάρυγγας. Τα όργανα αυτά καθορίζουν τον τόπο άρθρωσης ενός συμφώνου ή φωνήεντος . Η τραχεία και οι πνεύμονες, αντίθετα, είναι όργανα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή της ομιλίας αλλά όχι για την παραγωγή των φθόγγων, στον βαθμό που κατά την εκπνοή ο αέρας ξεκινάει μεν από τους πνεύμονες και περνάει από την τραχεία αλλά σε αυτά τα σημεία δεν παράγεται φωνή· τα όργανα τα οποία εμπλέκονται στην παραγωγή των φθόγγων -στις γλώσσες του κόσμου- βρίσκονται από τον λάρυγγα και πάνω. Θα πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι σε όλα αυτά τα όργανα η παραγωγή ομιλίας και ήχων είναι δευτερογενής λειτουργία, ενώ η πρωτογενής βιολογική τους λειτουργία είναι άλλη: π.χ. αναπνοή, μάσηση. Διακρίνονται σε ενεργητικούς και παθητικούς αρθρωτές. Ενεργητικοί είναι οι αρθρωτές που -κατά κανόνα- μετακινούνται προς κάποιον παθητικό ή σταθερό αρθρωτή. Π.χ. κατά την παραγωγή του φθόγγου [c] η ράχη της γλώσσας (ενεργητικός αρθρωτής) κινείται προς τον ουρανίσκο (παθητικός αρθρωτής).
Πηγές
- Lyons, J. 1981. Language and Linguistics: An Introduction. Cambridge: Cambridge University Press.
- Πετρούνιας, Ευ. [1984] 1993. Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική ανάλυση. 1ος τόμ. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.