συγχρονία (της γλώσσας) [(language) synchrony]
συγχρονία (της γλώσσας) [(language) synchrony]
Η θεώρηση του συστήματος της γλώσσας σε μια δεδομένη χρονική στιγμή.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)