γραμμικότητα [linearity]
γραμμικότητα [linearity]
Η ιδιότητα του λόγου να εκτυλίσσεται μέσα στον χρόνο και τα στοιχεία που τον αποτελούν να εμφανίζονται γραμμικά, δηλαδή το ένα μετά το άλλο, πράγμα που δεν συμβαίνει με άλλα σημεία π.χ. οπτικά.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)