φωνολογική λέξη [phonological word]

φωνολογική λέξη [phonological word]

Μονάδα ανάλυσης της φωνολογικής δομής μιας γλώσσας, μεγαλύτερη από τους μεμονωμένους φθόγγους και τις συλλαβές (πολλοί φωνολόγοι παρεμβάλλουν και τον πόδα μεταξύ συλλαβής και φωνολογικής λέξης). Η φωνολογική λέξη (που αποτελείται από συλλαβές) δεν συμπίπτει πάντοτε με τη μορφολογική (γραμματική) λέξη (που αποτελείται από μορφήματα ), ούτε οι δομές που αφορούν τις λέξεις σε φωνολογικό επίπεδο συμπίπτουν αναγκαστικά με συντακτικές δομές (π.χ. στην πρόταση Was Bill sitting there? το Was Bill συνιστά μία φωνολογική λέξη ['wazbil], η οποία διαταράσσει τη συντακτική δομή του κατηγορήματος was sitting), αποδεικνύοντας έτσι ότι υπάρχει σχετική αυτονομία της φωνολογίας σε σχέση με τη μορφοσύνταξη . Πρόκειται, με απλά λόγια, για το μικρότερο κομμάτι ενός εκφωνήματος το οποίο μπορεί να προφερθεί απομονωμένο χωρίς να διαταράσσεται ή να αλλάζει η σημασία του. Κυριαρχικό ρόλο στον προσδιορισμό της παίζει ο τόνος , καθώς η φωνολογική λέξη είναι το συστατικό εκείνο μέσα στο οποίο αποδίδεται ο κύριος τόνος (π.χ. η φράση το δωμάτιό μου [toðo'mati"omu] μπορεί να θεωρηθεί φωνολογική λέξη, ή τονική ομάδα, εφόσον φέρει έναν μόνο κύριο τόνο).

Στα ελληνικά η φωνολογική λέξη συμπίπτει κατά κανόνα με τη μορφολογική, αν και υπάρχουν περιπτώσεις όπου αυτό δεν ισχύει: π.χ. νόμος πλαίσιο, ψυχρός πόλεμος, όπου έχουμε μία μορφολογική λέξη αλλά δύο φωνολογικές.

M. Αραποπούλου

Πηγές

  • Asher, R. E., επιμ. 1994. The Encyclopedia of Language and Linguistics. 10 τόμ. Οξφόρδη & Νέα Υόρκη: Pergamon Press.
  • Nespor, M. 1999. Φωνολογία. Προσαρμογή στην ελληνική γλώσσα, Α. Ράλλη & M. Nespor. Μτφρ. Α. Ράλλη, Α. Νάτσης & Α. Παπασταύρου. Αθήνα: Πατάκης.
  • Παυλίδου, Θ. 1995. Επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης. Θεσσαλονίκη: Παρατηρητής.

 

Πεδίο

φωνολογία