Λεξικό γλωσσολογικών όρων
Αναζήτηση για: "Β*"
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βοηθητική γλώσσα [auxiliary language / auxlang]
-
Βλ. lingua franca
[φωνητική]
- βραχύ φωνήεν [short vowel]
-
Χωρίς περιεχόμενο...
- βράχυνση [shortening]
-
Χωρίς περιεχόμενο...