Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἐπιτήδευμα
    • ουσιαστικό
    • -ατος
    • τὸ
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • |αυτό με το οποίο ασχολείται κπ., η καθημερινή ενασχόληση, το επάγγελμα |η συνήθεια, ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ.)

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • αυτό με το οποίο ασχολείται κπ., η καθημερινή ενασχόληση, το επάγγελμα
    • ΘΟΥΚ 2.37.2 ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ΄ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν { στη δημόσια ζωή μας είμαστε ελεύθεροι, αλλά και στις καθημερινές μας σχέσεις δεν υποβλέπουμε ο ένας τον άλλο }
    • ΠΛ Νομ 846d δύο δὲ ἐπιτηδεύματα ἢ δύο τέχνας ἀκριβῶς διαπονεῖσθαι σχεδὸν οὐδεμία φύσις ἱκανὴ τῶν ἀνθρωπίνων
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1180a ἐπὶ μουσικῆς ἢ γυμναστικῆς καὶ τῶν ἄλλων ἐπιτηδευμάτων
    • η συνήθεια, ο τρόπος ζωής (κυρίως πληθ.)
    • ΙΣΟΚΡ 1.36 μιμοῦ τὰ τῶν βασιλέων ἤθη καὶ δίωκε τὰ ἐκείνων ἐπιτηδεύματα
    • ΞΕΝ Απομν 4.2.31 καὶ ποτὰ καὶ βρωτὰ καὶ ἐπιτηδεύματα τὰ μὲν πρὸς τὸ ὑγιαίνειν φέροντα ἀγαθά͵ τὰ δὲ πρὸς τὸ νοσεῖν κακά
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΕΠΙΤΗΔΕΥΩ >
    • Από: ἐπιτηδευ- + -μα.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο19.3
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἐπιτήδευσις 'η αφοσίωση ή η προσοχή σε κάποια ασχολία', ἐπιτηδειότης 'αρμοδιότητα, καταλληλότητα'
      • ρήματα: ἐπιτηδεύω
      • επίθετα: ἐπιτήδειος 'αρμόδιος, κατάλληλος, χρήσιμος, αναγκαίος', ἀνεπιτήδειος 'ακατάλληλος, άχρηστος, εχθρικός'
      • επιρρήματα: ἐπιτηδές, ἐπιτηδείως, ἐξεπίτηδες, ἀνεπιτηδείως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. ἐπιτήδεος, ἐπιτηδέως, δωρ. ἐπίταδες, ἐπιτάδειος
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἐπιτηδευτής, ἀνεπιτηδειότης 'ανικανότητα, δυσχέρεια', κατεπιτήδευμα 'η τεχνική, η εξεζητημένη έκφραση'
      • ρήματα: ἐπιτηδειόομαι 'γίνομαι επιτήδειος', κατεπιτηδεύω, συνεπιτηδεύω
      • επίθετα: ἐπιτηδευτός 'ἐπιτηδευμένος', ἐπιτηδής, ἀνεπιτήδευτος 'αυτός που δεν είναι επιτηδευμένος, ο απλός'
      • επιρρήματα: ἀνεπιτηδεύτως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • επιτηδευματίας, επιτηδευματικός, επιτηδευματικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Τσακων. επιτήδειε 'εύστροφος, επιδέξιος', επιτηδεγγούμενε 'ασχολούμαι με ταλέντο και ζήλο'