Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἐπιδίδωμι
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον, προσθέτω |προσφέρω με τη θέλησή μου, παραχωρώ, χαρίζω 2. συνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης |δίνω προίκα 3. ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι, αναπτύσσομαι, ενισχύομαι, βελτιώνομαι, προοδεύω Β. ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι, δίνομαι
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
- 1. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ δίνω επιπλέον, προσθέτω
- ΗΣ Εργ 396 ἐγὼ δέ τοι οὐκ ἐπιδώσω οὐδ΄ ἐπιμετρήσω
- ΕΥΡ Μηδ 186 μόχθου δὲ χάριν τήνδ΄ ἐπιδώσω
- ΗΡ 2.121 ἐπιδοῦναι αὐτοῖσι καὶ ἄλλον τῶν ἀσκῶν
- προσφέρω με τη θέλησή μου, παραχωρώ, χαρίζω
- ΑΡΙΣΤΟΦ Θεσμ 213 ἐπειδὴ σαυτὸν ἐπιδίδως ἐμοί
- ΘΟΥΚ 4.11.4 τὰς ναῦς τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐν τῷ παρόντι ἐπιδοῦναι
- ΔΗΜ 21.160 ἀλλὰ νὴ Δία τριήρη ἐπέδωκεν
- 2. συνεισφέρω πρόθυμα για τις ανάγκες της πόλης
- ΔΗΜ 8.312 εἰς σωτηρίαν ἐπεδίδοσαν { συνεισέφεραν για τη σωτηρία της πατρίδας }
- ΔΗΜ 21.161 ἐν τῇ βουλῇ γιγνομένων ἐπιδόσεων παρὼν οὐκ ἐπεδίδου τότε { όταν γίνονταν οι εκούσιες εισφορές στη βουλή, αν και ήταν παρών, δεν προσέφερε τίποτε τότε }
- δίνω προίκα
- ΔΗΜ 45.28 καὶ προῖκα ἐπιδίδωμι Ἀρχίππῃ τάλαντον
- ΙΣΑΙΟΣ 8.8 πάλιν ἐκδίδωσι τῷ ἐμῷ πατρὶ καὶ χιλίας δραχμὰς προῖκ΄ ἐπιδίδωσι
- 3. ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ αυξάνομαι, αναπτύσσομαι, ενισχύομαι, βελτιώνομαι, προοδεύω
- ΘΟΥΚ 7.8.1 ὁρῶν καθ΄ ἡμέραν ἐπιδιδοῦσαν τήν τε τῶν πολεμίων ἰσχὺν { βλέποντας καθημερινά να αυξάνεται η δύναμη των εχθρών }
- ΑΡΙΣΤ ΗΜεγ 1.9.4 ἐπιδίδομεν δὲ πρὸς ἀκολασίαν μᾶλλον ἢ πρὸς κοσμιότητα
- ΠΛ Πρωτ 318a καὶ ἑκάστης ἡμέρας ἀεὶ ἐπὶ τὸ βέλτιον ἐπιδιδόναι
- ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 576b καὶ ἐπιδίδωσι μέχρι ἐτῶν εἴκοσιν
- Β. ΜΕΣΟ επικαλούμαι ως μάρτυρα
- ΟΜ Ιλ 10.462 σὲ γὰρ πρώτην ἐν Ὀλύμπῳ πάντων ἀθανάτων ἐπιδωσόμεθα
- Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ παραχωρούμαι, δίνομαι
- ΠΛ Νομ 944a προῖκα ἐν τοῖς γάμοις ἐπιδοθῆναι Θέτιδι
- ΙΣΑΙΟΣ 3.49 ἔπειτ΄ οὐδ΄ ἐκ τῆς ἐπιδοθείσης αὐτῇ προικὸς ᾔσθου;
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- Από: ἐπί + δίδωμι.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- ἐπιδίδωμι, ἐπεδίδουν, ἐπιδώσω, ἐπέδωκα, ἐπιδέδωκα, ἐπεδεδώκειν
- ἐπιδίδομαι, ἐπεδιδόμην, ἐπιδώσομαι, ἐπεδόμην, ἐπιδέδομαι, ἐπεδεδόμην
- παθ. μέλλ. ἐπιδοθήσομαι, παθ. αόρ. ἐπεδόθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: δόσις, δοτήρ, δωτήρ, δώτωρ, δότειρα, ἐπίδοσις, δῶρον, δωρεά, δώρημα
- ρήματα: δίδωμι, ἐπιδίδωμι, ἀντεπιδίδωμι, προσεπιδίδωμι, δωρέομαι, δωροφορέω, δωροκοπέω
- επίθετα: ἐπιδόσιος, ἐπιδόσιμος, ἄδοτος, διόδοτος, θεόδοτος, πυθόδοτος, δοτικός, δωρητός, δωροδόκος, δωροφάγος, δωροφόρος, ἄδωρος, ἀδώρητος, πολύδωρος, ἀγλαόδωρος, ἀντίδωρος, βιόδωρος, διόδωρος, ζείδωρος, πάνδωρος, φιλόδωρος
- επιρρήματα: δωρεάν
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: δότης, χρησμοδότης, νομοδότης, ἐργοδότης, γνωμοδότης
- ρήματα: συνεπιδίδωμι
- επίθετα: δοτός, πολύδοτος, ἀνένδοτος, ἀντίδοτος, ἀσκληπιόδοτος, θεοπαράδοτος, μητρόδοτος, πατροπαράδοτος, δυσανάδοτος, δυσαπόδοτος, ἀγαθόδωρος, θεόδωρος, μεγαλόδωρος, πλουσιόδωρος
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- δωρεοδότης, δωρεοδόχος, δωροδόχος, δωρητής, δωρήτρια, δωρομανείς, δωρομανία, δωροστόλιστον, δοσιδικία, δωσιδικώ, δοσιλογώ, δοσίλογος
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Κύπ. διω, γιω, Κύπ. Πόντ. δώρημαν, Πόντ. δότας
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ