Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. παρουσιάζω, εκθέτω, δείχνω |επιδεικνύω, προβάλλω |με αιτ. |με αιτ. και δοτ. |με δευτερεύουσα πρόταση 2. δηλώνω, φανερώνω, εξηγώ |αποδεικνύω |με μτχ. Β. ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου |με αιτ. |με αιτ. και δοτ. |με μτχ. |επιδεικνύομαι |απόλ. Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι, αποδεικνύομαι
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
- 1. παρουσιάζω, εκθέτω, δείχνω
- ΙΣΟΚΡ 8.82 ἀμφοτέροις ἐπιδεικνύοντες͵ τοῖς μὲν συμμάχοις τὰς τιμὰς...τοῖς δ΄ ἄλλοις Ἕλλησι τὸ πλῆθος τῶν ὀρφανῶν
- ΞΕΝ Οικ 3.4 οὐ καὶ τοῦτό σοι δόξω ἀξιοθέατον τῆς οἰκονομίας ἔργον ἐπιδεικνύναι;
- επιδεικνύω, προβάλλω
- με αιτ.
- ΑΙΣΧΙΝ 2.111 φανερῶς ἐπιδεικνύμενος τὴν τῶν πραγμάτων θεραπείαν
- ΘΟΥΚ 6.47.1 ἐπιδείξαντας μὲν τὴν δύναμιν τῆς Ἀθηναίων πόλεως
- ΠΛ Νομ 658b εἰκός που τὸν μέν τινα ἐπιδεικνύναι͵ καθάπερ Ὅμηρος͵ ῥαψῳδίαν͵ ἄλλον δὲ κιθαρῳδίαν
- με αιτ. και δοτ.
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.5.5 ἐπιδεικνὺς τῷ Κυαξάρῃ τὴν δύναμιν
- ΑΙΣΧΙΝ 3.164 ἐπιδεικνύων τισὶ τὸ ἐμὸν πρόσωπον ὡς ἐκπεπληγμένου καὶ ἀθυμοῦντος
- ΞΕΝ Συμποσ 4.43 πᾶσι τοῖς φίλοις καὶ ἐπιδεικνύω τὴν ἀφθονίαν
- με δευτερεύουσα πρόταση
- ΔΗΜ 7.8 ἐπιδείκνυτε ἅπασιν ἀνθρώποις ὅτι οὐδὲ περὶ ἑνὸς αὐτῷ διαγωνιεῖσθε
- 2. δηλώνω, φανερώνω, εξηγώ
- ΠΛ Φαιδ 87e ἀπολομένης δὲ τῆς ψυχῆς τότ΄ ἤδη τὴν φύσιν τῆς ἀσθενείας ἐπιδεικνύοι τὸ σῶμα
- ΛΥΣ 32.21 λίαν γὰρ φανερὰν τὴν πονηρίαν τῶν ἀδικούντων ἐπιδείκνυσιν
- ΔΗΜ 39.26.2 ἐπ΄ αὐτοφώρῳ συκοφάντην ἐπιδεικνύει τοῦτον ταῖς δίκαις ταύταις
- ΑΡΙΣΤ Φυσ 213a ἐπιδεικνύουσι γὰρ ὅτι ἐστίν τι ὁ ἀήρ͵ στρεβλοῦντες τοὺς ἀσκοὺς καὶ δεικνύντες ὡς ἰσχυρὸς ὁ ἀήρ
- αποδεικνύω
- με μτχ.
- ΙΣΟΚΡ 12.96 ἐξ ὧν οἷόν τ΄ ἐστὶν ἐπιδεικνύναι πλείονος ἀξίαν τὴν πόλιν ἡμῶν γεγενημένην
- ΔΗΜ 27.47 πῶς οὖν ἄν τις σαφέστερον ἐπιδείξειεν πάντα διηρπακότα
- ΑΙΣΧΙΝ 1.72 ἐπιδεικνύναι ἔνοχον ὄντα ἑαυτὸν τοῖς ἐσχάτοις ἐπιτιμίοις;
- Β. ΜΕΣΟ κάνω επίδειξη των ικανοτήτων ή των προσόντων μου
- με αιτ.
- ΞΕΝ Συμποσ 8.8 ἐπιδεικνυμένου ῥώμην τε καὶ καρτερίαν καὶ ἀνδρείαν καὶ σωφροσύνην
- ΠΛ Πρωτ 328d Πρωταγόρας μὲν τοσαῦτα καὶ τοιαῦτα ἐπιδειξάμενος ἀπεπαύσατο τοῦ λόγου
- ΙΣΟΚΡ 9.3 οἱ μὲν τὰς δυνάμεις τὰς αὑτῶν͵ οἱ δὲ τὰς τέχνας ἐπιδειξάμενοι
- με αιτ. και δοτ.
- ΠΛ Φαιδρ 258a ἐπιδεικνύμενος τοῖς ἐπαινέταις τὴν ἑαυτοῦ σοφίαν
- με μτχ.
- ΠΛ Νομ 648d μηδὲν ὀκνοῖ...γυμναζόμενος ἐπιδείκνυσθαι τὴν...δύναμιν ὑπερθέων καὶ κρατῶν
- επιδεικνύομαι
- απόλ.
- ΠΛ Λαχ 183a οὐκ ἔξωθεν κύκλῳ περὶ τὴν Ἀττικὴν...ἐπιδεικνύμενος περιέρχεται
- Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ δείχνομαι, αποδεικνύομαι
- ΙΣΟΚΡ 4.145 ἐκεῖνοι φανερῶς ἐπεδείχθησαν...οὐδὲν βελτίους ὄντες
- ΑΝΤΙΦ 3.4.9 εἰ δὲ αὐθέντης ἐκ τῶν λεγομένων ἐπιδείκνυται
- ΠΛ Απολ 25c ἱκανῶς ἐπιδείκνυσαι ὅτι οὐδεπώποτε ἐφρόντισας τῶν νέων
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- Από: ἐπί + δείκνυμι.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ15
- ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω, ἐπεδείκυον, ἐπιδείξω, ἐπέδειξα, ἐπιδέδειχα
- ἐπιδείκνυμαι, ἐπεδεικνύμην, ἐπιδείξομαι, ἐπεδειξάμην, ἐπιδέδειγμαι, ἐπεδεδείγμην
- παθ. μέλλ. ἐπιδειχθήσομαι, παθ. αόρ. ἐπεδείχθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: δεῖξις, δεῖγμα, ἐπίδειγμα 'δείγμα, υπόδειγμα, παράδειγμα'
- ρήματα: δείκνυμι, δεικνύω, ἐπιδείκνυμι, ἐπιδεικτιάω, δακτυλοδεικτέω
- επίθετα: δεικτικός, ἐπιδεικτικός, ἐπιδείξιος, ἀνεπίδεικτος
- επιρρήματα: δεικτικῶς, ἐπιδεικτικῶς, δακτυλοδεικτί
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: δείκτης, δειγματισμός 'επιβεβαίωση', δεικτήριον 'τόπος όπου δείχνεται ένα θέαμα', ἐπίδειξις
- ρήματα: δειγματίζω 'δείχνω με το δάκτυλο', ἐπιδεικτιάω 'επιθυμώ να επιδείξω τον εαυτό μου'
- επίθετα: φιλεπιδεικτικός, ἄδεικτος, ἐπίδεικτος
- επιρρήματα: ἀνεπιδείκτως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- δειγματολόγιον, δειγματοφόρος, επιδειξιομανία, επιδείξιμος
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Ποντ. δεικνύω, δεικνύζω, δεχνύζω, δείκνω, δείκινω, Θήρα επιδείχνω
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ