Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἐπαινέω
    • ρήμα
    • ἐπαινῶ
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. επαινώ, εγκωμιάζω, εγκρίνω |με αιτ. προσ. |με αιτ. προσ. και πράγμ. |με γεν. |με αιτ. και με εμπρόθετο προσδιορισμό |επικροτώ, συναινώ, συμφωνώ |απόλ. 2. ενθαρρύνω, ευνοώ, προτρέπω |με απρφ. 3. αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά Β. ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ., με ενεργητική σημασία Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι, εγκωμιάζομαι, εγκρίνομαι

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. επαινώ, εγκωμιάζω, εγκρίνω
    • με αιτ. προσ.
    • ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.797 τοὺς ἀγαθοὺς ἄλλος μάλα μέμφεται͵ ἄλλος ἐπαινεῖ
    • ΘΟΥΚ 2.35.1 οἱ μὲν πολλοὶ τῶν ἐνθάδε ἤδη εἰρηκότων ἐπαινοῦσι τὸν προσθέντα τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε
    • με αιτ. προσ. και πράγμ.
    • ΠΛ Συμπ 222a ταῦτ΄ ἐστίν,...ἃ ἐγὼ Σωκράτη ἐπαινῶ
    • με γεν.
    • ΞΕΝ Ελλ 7.5.8 ἐπαινῶ αὐτοῦ ὅτι τὸ στρατόπεδον ἐν τῷ τείχει τῶν Τεγεατῶν ἐποιήσατο
    • με αιτ. και με εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΠΛ Κλειτ 410e τὰ μὲν ἐπαινῶ σε πρὸς Λυσίαν καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους
    • επικροτώ, συναινώ, συμφωνώ
    • απόλ.
    • ΘΟΥΚ 4.65.2 ἐπαινεσάντων δὲ αὐτῶν ἐποιοῦντο τὴν ὁμολογίαν
    • ΕΥΡ Βακ 1193 ΑΓ. ἐπαινεῖς; ΧΟ. ἐπαινῶ.
    • 2. ενθαρρύνω, ευνοώ, προτρέπω
    • με απρφ.
    • ΑΙΣΧ Ικ 996 ὑμᾶς δ΄ ἐπαινῶ μὴ καταισχύνειν ἐμέ
    • 3. αρνούμαι ευχαριστώντας ευγενικά
    • ΞΕΝ Συμπ 1.7 ἐπαινοῦντες τὴν κλῆσιν οὐχ ὑπισχνοῦντο συνδειπνήσειν
    • Β. ΜΕΣΟ κυρίως ο μέλλ., με ενεργητική σημασία
    • ΔΗΜ 21.73 τὸν δ΄ ἐπαινέσεσθαι μετὰ ταῦτ΄ ἀνασχόμενον...ἔμελλον
    • ΠΛ Πολ 379e τὴν δὲ τῶν ὅρκων καὶ σπονδῶν σύγχυσιν…οὐκ ἐπαινεσόμεθα
    • Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ επαινούμαι, εγκωμιάζομαι, εγκρίνομαι
    • ΘΟΥΚ 2.25.3 πρῶτος τῶν κατὰ τὸν πόλεμον ἐπῃνέθη
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1106a κατὰ δὲ τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς κακίας ἐπαινούμεθα ἢ ψεγόμεθα
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΕΠΑΙΝΟΣ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ3
    • ἐπαινῶ, ἐπῄνουν, ἐπαινέσω, ἐπῄνεσα, ἐπῄνεκα
    • ἐπαινέσομαι, ἐπῃνεσάμην και ἐπῃνησάμην, ἐπῄνημαι
    • παθ. μέλλ. ἐπαινεθήσομαι, παθ. αόρ. ἐπῃνέθην
    • αιολ. ἐπαίνημι
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: αἰνέτης, ἔπαινος, ἐπαίνεσις, ἐπαινέτης
      • ρήματα: αἰνέω-ῶ ή αἰνίζομαι 'επικυρώνω, ψηφίζω', ἀντεπαινέω-ῶ, προσεπαινέω-ῶ 'επαινώ', συνεπαινέω-ῶ, ὑπερεπαινέω-ῶ
      • επίθετα: πολύαινος 'δοξασμένος', ἀξιέπαινος
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: αἴνεσις
      • επίθετα: ἀξιεπαίνετος, φιλέπαινος
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %αιν%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • επαινοθηρία, επαινολόγος, επαινοκοπέω-ώ
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %αιν%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %αιν%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Τσακων. έπαινε 'έπαινος', Τσακων. επαινού 'επαινώ'