Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἐξετάζω
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. εξετάζω, ερευνώ, δοκιμάζω, ελέγχω |με πλάγια ερώτηση |ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ. για κτ. |με αιτ. και εμπρόθετο ή με αιτ. και αιτ. της αναφοράς 2. επιθεωρώ |για στρατεύματα |απαριθμώ 3. υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση, ανακρίνω 4. εκτιμώ, υπολογίζω, παραβάλλω, συγκρίνω 5. αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. εξετάζομαι, ελέγχομαι |αποδεικνύομαι, αναγνωρίζομαι |με μτχ. 2. επιθεωρούμαι 3. συγκαταλέγομαι 4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι 5. ανακρίνομαι
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
- 1. εξετάζω, ερευνώ, δοκιμάζω, ελέγχω
- ΞΕΝ Απομν 2.2.13 ἐάν τις τῶν γονέων τελευτησάντων τοὺς τάφους μὴ κοσμῇ, καὶ τοῦτο ἐξετάζει ἡ πόλις ἐν ταῖς τῶν ἀρχόντων δοκιμασίαις
- ΔΗΜ 44.5 Λεωχάρης ἔμελλεν ἀπολογούμενος δείξειν ὡς ἔστιν υἱὸς γνήσιος Ἀρχιάδου, οὐδὲν ἂν ἔδει πολλῶν λόγων, οὐδ᾽ ἄνωθεν ὑμᾶς ἐξετάζειν τὸ γένος τὸ ἡμέτερον
- ΑΡΙΣΤ Προβλ 949b διὰ τί τὴν μὲν ἐγκράτειαν καὶ τὴν σωφροσύνην ἐπὶ τῶν νέων καὶ πλουσίων μάλιστα ἐξετάζομεν, τὴν δὲ δικαιοσύνην ἐπὶ τῶν πενήτων;
- με πλάγια ερώτηση
- ΠΛ Φαιδρ 261a τούτων δεῖ τῶν λόγων, ὦ Σώκρατες· ἀλλὰ δεῦρο αὐτοὺς παράγων ἐξέταζε τί καὶ πῶς λέγουσιν
- ΙΣΟΚΡ 1.24 μηδένα φίλον ποιοῦ, πρὶν ἂν ἐξετάσῃς πῶς κέχρηται τοῖς πρότερον φίλοις
- ρωτάω και παίρνω πληροφορίες από κπ. για κτ.
- με αιτ. και εμπρόθετο ή με αιτ. και αιτ. της αναφοράς
- ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.2.35 τὰ μὲν οὖν εἰς τροφὴν δέοντα οἱ ἡγεμόνες τῶν ὁπλοφόρων ἐξετάζετε τοὺς ὑφ᾽ ὑμῖν αὐτοῖς { εσείς λοιπόν οι αρχηγοί των οπλοφόρων εξετάζετε τους στρατιώτες που έχετε στη δικαιοδοσία σας για τα αναγκαία τρόφιμα }
- ΠΛ Γοργ 515b ἐάν τίς σε ταῦτα ἐξετάζῃ, ὦ Καλλίκλεις, τί ἐρεῖς;
- 2. επιθεωρώ
- για στρατεύματα
- ΘΟΥΚ 7.35.1 ὁ δὲ Δημοσθένης καὶ Εὐρυμέδων...τὸν πεζὸν πάντα ἐξετάσαντες πρῶτον ἐπὶ τῷ Συβάρει ποταμῷ
- απαριθμώ
- ΙΣΟΚΡ 7.63 ἵνα μηδεὶς οἴηταί με τὰ μὲν ἁμαρτήματα τοῦ δήμου λίαν ἀκριβῶς ἐξετάζειν
- 3. υποβάλλω σε αυστηρή εξέταση, ανακρίνω
- ΔΗΜ 21.154 καὶ θεάσασθ᾽ ὡς δικαίως αὐτὸν ἐξετάσω, πρὸς ἐμαυτὸν κρίνων
- ΗΡ 3.62 νῦν ὦν μοι δοκέει μεταδιώξαντας τὸν κήρυκα ἐξετάζειν εἰρωτῶντας παρ᾽ ὅτεο ἥκων προαγορεύει ἡμῖν
- ΣΟΦ ΟιδΚ 211 μή, μή μ᾽ ἀνέρῃ τίς εἰμι, μηδ᾽ ἐξετάσῃς πέρα ματεύων
- 4. εκτιμώ, υπολογίζω, παραβάλλω, συγκρίνω
- ΔΗΜ 18.314 οὐ μέντοι δίκαιόν ἐστιν...πρὸς ἐκείνους ἐξετάζειν καὶ παραβάλλειν ἐμὲ { όμως δεν είναι δίκαιο...να με συγκρίνει και να με παραβάλλει με εκείνους }
- 5. αποδεικνύω με προσεκτική εξέταση ή δοκιμασία
- ΞΕΝ Οικ 20.14 δοκεῖ δέ μοι ἡ γῆ καὶ τοὺς κακούς τε καὶ ἀργοὺς τῷ εὔγνωστα καὶ εὐμαθῆ πάντα παρέχειν ἄριστα ἐξετάζειν { νομίζω ότι η γη βοηθάει να ξεχωρίζουμε θαυμάσια τους τεμπέληδες και τους εργατικούς, παρέχοντας όλα ευδιάκριτα και ευκολομάθητα }
- ΔΗΜ 34.38 ὑμεῖς τοὺς χρησίμους τῷ δήμῳ ἐξητάζετε
- Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ
- 1. εξετάζομαι, ελέγχομαι
- ΠΛ Λαχ 189a εἰ οὖν καὶ τοῦτο ἔχει, συμβούλομαι τἀνδρί, καὶ ἥδιστ᾽ ἂν ἐξεταζοίμην ὑπὸ τοῦ τοιούτου
- ΔΗΜ 45.76 καὶ τοὺς μὲν ἄλλους ἄν τις ἴδοι τοὺς οἰκέτας ὑπὸ τῶν δεσποτῶν ἐξεταζομένους
- ΑΝΤΙΦ 5.37 εἰ μὲν γὰρ ἐκ τοῦ εἰκότος ἐξετασθῆναι δεῖ τὸ πρᾶγμα, οἱ ὕστεροι λόγοι ἀληθέστεροι φαίνονται
- αποδεικνύομαι, αναγνωρίζομαι
- με μτχ.
- ΠΛ Νομ764a ἐὰν μὴ παρὼν ἐξετάζηται τοῖς συλλόγοις
- ΕΥΡ Αλκησ 1010 ἐγὼ δὲ σοῖς κακοῖσιν ἠξίουν ἐγγὺς παρεστὼς ἐξετάζεσθαι φίλος
- ΔΗΜ 18.173 ἀλλὰ καὶ λέγων καὶ γράφων ἐξηταζόμην τὰ δέονθ᾽ ὑπὲρ ὑμῶν
- 2. επιθεωρούμαι
- ΕΥΡ Ικ 391 στρατὸς δὲ θάσσει κἀξετάζεται παρὼν
- ΘΟΥΚ 6.97.1 οἱ δὲ Ἀθηναῖοι...τῇ ἐπιγιγνομένῃ ἡμέρᾳ ἐξητάζοντο
- 3. συγκαταλέγομαι
- ΑΝΔΟΚ 4.2 ὧν (τῶν ἀγαθῶν) εἷς ἐγὼ βουληθεὶς ἐξετάζεσθαι
- ΔΗΜ 19.291 καὶ τῶν ἐχθρῶν τῶν σῶν εἷς ἐξητάζετο
- 4. παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι
- ΔΗΜ 19.212 τότ᾽ ἂν καὶ λέγων καὶ κατηγορῶν ἐξητάζετο { τότε θα παρουσιάζονταν να μιλάει και να κατηγορεί }
- 5. ανακρίνομαι
- ΔΗΜ 59.44 ταύτην εἰς τηλικοῦτον ἀγῶνα καταστῆσαι, ὥστ᾽ ἐξετασθῆναι μὲν ταύτην ἥτις ἐστίν
- ΑΡΙΣΤ Θαυμ 836a τοῦτο δέ φασι μέλλοντας διδόναι Κλεωνύμῳ τῷ Σπαρτιάτῃ Αὖλον τὸν Πευκέστιον καὶ Γάϊον φωραθῆναι, καὶ ἐξετασθέντας ὑπὸ Ταραντίνων θανατωθῆναι
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- Από: ἐκ (ἐξ) + ἐτάζω.
- Θεωρείται παράγωγο του επιθέτου ἐτός, που απαντά μόνο στον τύπο ἐτά (ἀληθῆ) και του οποίου η ετυμολογία είναι αβέβαιη. Πρόκειται μάλλον για ρηματικό επίθετο του εἰμί αναγόμενο στον ιε. τύπο *s-e-to-s, πβ. σανσκρ. sat- yas (ἀληθής), sat-yam (ἀλήθεια). Πβ. παλαιο-σκανδ. sann-r, αγγλο-σαξονικ. soth (sooth)=αληθής,πραγματικός, γνήσιος.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ9
- ἐξετάζω, ἐξήταζον, ἐξετάσω/σπάνια ἐξετῶ, ἐξήτασα, ἐξήτακα, ἐξητάκειν
- ἐξετάζομαι, ἐξηταζόμην, -, -, ἐξήτασμαι, ἐξητάσμην
- παθ. μέλλ. ἐξετασθήσομαι, παθ. αόρ. ἐξητάσθην
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἐξέτασις, ἐξετασμός, ἐξεταστής, ἐπεξέτασις
- ρήματα: προσεξετάζω, συνεξετάζω
- επίθετα: ἀνεξέταστος, ἐξεταστικός, εὐεξέταστος
- επιρρήματα: ἐξεταστικῶς
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- αρκαδ. παρετάξωνσι 'εγκρίνω'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἐξεταστήριον, ἀντεξέτασις, παρεξέτασις, συνεξέτασις
- ρήματα: ἀνεξετάζω 'δεν εξετάζω', ἀντεξετάζω 'ταυτόχρονη παρουσία και εξέταση σε νομική διαδικασία, εξέταση ή ανάκριση κατ' αντιπαράσταση', ἀντιπαρεξετάζω 'συγκρίνω', διεξετάζω 'εξετάζω με επιμέλεια', ἐπεξετάζω 'απολαμβάνω κάτι με τα μάτια μου', κατεξετάζω 'αποφασίζω, εκδικάζω', παρεξετάζω 'συγκρίνω, εξετάζω, καθορίζω', προεξετάζω
- επίθετα: ἀντεξεταστικός
- επιρρήματα: ἀνεξετάστως, ἀντεξεταστικῶς
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- εξέταστρα 'λόγος πρυτανικός του έτους 1880-81', επανεξεταστέος, συνεξεταστής, ανεξετασία, ανεξεταστί, κατεξέτασις, προεξέτασις 'λογοκρισία'
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Λεξικό Γεωργακά%εξεταζ%, %εξετασ%
- Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %εξεταζ%, %εξετασ%
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ