Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἐνεργός
- επίθετο
- -ός, -όν
- ἐνεργῶς
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που έχει μια δραστηριότητα, που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο, ενεργητικός, δραστήριος, ζωντανός |για άνθρωπο 2. κατάλληλος, ισχυρός, αποτελεσματικός |για πράγματα και καταστάσεις |παραγωγικός, αποδοτικός, προσοδοφόρος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια, αποτελεσματικά, ενεργά
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που έχει μια δραστηριότητα, που ασκεί συγκεκριμένο επάγγελμα ή έργο, ενεργητικός, δραστήριος, ζωντανός
- για άνθρωπο
- ΗΡ 8.26 βίου τε δεόμενοι καὶ ἐνεργοὶ βουλόμενοι εἶναι
- ΠΛ Νομ 674b μηδ΄ αὖ κυβερνήτας μηδὲ δικαστὰς ἐνεργοὺς ὄντας οἴνου γεύεσθαι τὸ παράπαν
- ΞΕΝ Απομν 1.4.4 ζῷα ἔμφρονά τε καὶ ἐνεργά { ζώα έχοντα φρόνηση και ενέργεια }
- 2. κατάλληλος, ισχυρός, αποτελεσματικός
- για πράγματα και καταστάσεις
- ΘΟΥΚ 3.17.1 ἐν τοῖς πλεῖσται δὴ νῆες ἅμ΄ αὐτοῖς ἐνεργοὶ
- ΑΡΙΣΤ Τοπ 154a οὗτοι γὰρ ἐνεργότατοι τῶν λοιπῶν (ενν. τόπων)
- παραγωγικός, αποδοτικός, προσοδοφόρος
- ΙΣΟΚΡ 7.35 ἅμα γὰρ τούς τε πολίτας ὠφέλουν καὶ τὰ σφέτερ΄ αὐτῶν ἐνεργὰ καθίστασαν
- ΞΕΝ Οικ 4.9 ἐπιμελεῖσθαι ὅπως ἡ γῆ ἐνεργὸς ἔσται ὑπὸ τῶν κατοικούντων
- ΔΗΜ 36.5 ἀπὸ τῶν παρακαταθηκῶν τῶν τῆς τραπέζης ἕνδεκα τάλαντ΄ ἐνεργὰ ἦν
- ΑΡΙΣΤ Προβλ 924a ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ δραστήρια, αποτελεσματικά, ενεργά
- ΞΕΝ Απομν 3.4.11 ἐνεργῶς δ΄͵ ἂν τὴν παρασκευὴν ὁρᾷ νικητικὴν οὖσαν͵ μαχεῖται
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- Από: ἐν + -εργός.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε2
- επίθετο συγκρ. ἐνεργότερος, υπερθ. ἐνεργότατος
- επίρρημα συγκρ. ἐνεργότερον
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἔργον, ἐνέργεια, ἀργία, εὐεργέτης, εὐεργεσία, εὐεργέτημα, ἀγαθοεργία, δημιουργός, γεωργός
- ρήματα: ἐνεργέω, ἐνεργάζομαι 'προξενώ, παράγω', ἐνεργολαβέω 'επωφελούμαι'
- επίθετα: ἀεργός ή ἀργός, ἡμίεργος, εὐεργός 'αυτός που κάνει το καλό, ο εύκολος στην εργασία', συνεργός, πάρεργος, περίεργος, ἀγαθοεργός, ἀμβολιεργός 'αυτός που αναβάλλει το έργο του', κακοεργός, ἐτωσιοεργός 'αυτός που ασχολείται με μάταια πράγματα', κλυτοεργός 'ονομαστός τεχνίτης', ὀβριμοεργός 'αυτός που κάνει ισχυρά ή βίαια έργα'
- επιρρήματα: ἐνεργῶς
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- ιων. ἀεργίη, δωρ. δαμιοργός 'δημιουργός'
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἐνέργημα 'η ενέργεια, αυτό που έγινε', ἀνενεργησία, αὐτενέργεια ή αὐτοενέργεια, δυσενέργεια, ἐνεργοενέργεια, ἑτεροενέργεια, κατενέργεια
- ρήματα: ἀνενεργέω, αὐτενεργέω, διενεργέω, ἐνεργοβατέω 'μεταβαίνω γρήγορα', ἑτεροενεργέω, κατενεργέω, προενεργέω, προσενεργέω, συνδιενεργέω, συνενεργέω, ταυτοενεργέω
- επίθετα: ἐνεργής 'ενεργός', ἐνεργητέος, ἐνεργητός, ἐνεργητικός, ἀνενέργητος, αὐτενέργητος, αὐτενεργητικός ή αὐτοενεργητικός, διενεργητικός, δυσενέργητος, ἑτεροενεργής, παντενέργητος, ταλαεργός 'καρτερικός ή εργατικός', φιλεργός, ξυλουργός
- επιρρήματα: ἀνενεργήτως, αὐτενεργήτως, ἐνεργητικῶς, ἐνεργικῶς
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %ενεργ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- ενέργησις, ενεργητής, ενεργητικόν, ενεργητικότης, ενεργοποιέω, ενεργοποίησις, ενεργότης 'ενεργητικότητα', ενεργόφιλος
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πόντ. έργο, Χίος Καππ. όργο, Λέσβ. έργου, Κύπ. έρκον, Ήπ. έργος, Θράκ. έργους, Χίος όργο, Σκιάθ. Στερ.Ελλ. όργους, Πόντ. εργόπον
- Το ἐνεργός ανήκει στην οικογένεια λέξεων του ἔργον. Υπάρχουν λέξεις παράγωγες της ίδιας οικογένειας, οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται στο λήμμα του ἐνεργός, γιατί προέρχονται από το θέμα ἐργα-, όπως ἐργάτης, ἐργασία, ἐργάνη, ἐργαλεῖον, ἐργάζομαι, ἔργα, ἐργώδης.
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ