Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δῶρον
    • ουσιαστικό
    • -ου
    • τό
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. χάρισμα, προσφορά σε κπ. χωρίς ανταπόδοση |αφιερώματα, αναθήματα, προσφορές 2. προσφορά ως ανταμοιβή, προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση, δωροδοκία |φρ. δώρων γραφή |φρ. δώρων ἑλεῖν, ὀφλεῖν, κριθῆναι |υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά, φόρος 3. δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. χάρισμα, προσφορά σε κπ. χωρίς ανταπόδοση
    • ΟΜ Ιλ 1.390 ἐς Χρύσην πέμπουσιν͵ ἄγουσι δὲ δῶρα ἄνακτι
    • ΗΡ 1.136 τῷ δὲ τοὺς πλείστους ἀποδεικνύντι δῶρα ἐκπέμπει βασιλεὺς ἀνὰ πᾶν ἔτος
    • ΕΥΡ Αλκησ 376 δέχομαι͵ φίλον γε δῶρον ἐκ φίλης χερός
    • αφιερώματα, αναθήματα, προσφορές
    • ΠΛ Αλκ2 149e καὶ γὰρ ἂν δεινὸν εἴη εἰ πρὸς τὰ δῶρα καὶ τὰς θυσίας ἀποβλέπουσιν ἡμῶν οἱ θεοὶ
    • ΑΙΣΧ Αγ 91 βωμοὶ δώροισι φλέγονται { φλέγονται οι βωμοί από δώρα θυσίας }
    • 2. προσφορά ως ανταμοιβή, προσφορά με αντάλλαγμα μια εξυπηρέτηση, δωροδοκία
    • ΑΙΣΧΙΝ 1.107 τὴν πόλιν ἔβλαψε δῶρα λαμβάνων παρὰ τῶν οὐ δικαίως ἀρξάντων
    • ΘΟΥΚ 4.65.3 δώροις πεισθέντες ἀποχωρήσειαν { αφού δωροδοκήθηκαν, αποχώρησαν }
    • ΔΗΜ 24.150 οὐδὲ δῶρα δέξομαι τῆς ἡλιάσεως ἕνεκα
    • φρ. δώρων γραφή
    • ΑΙΣΧΙΝ 3.232 ἐν τοῖς αὐτοῖς δικαστηρίοις τοὺς μὲν τὰς τῶν δώρων γραφὰς ἁλισκομένους ἀτιμοῦτε
    • φρ. δώρων ἑλεῖν, ὀφλεῖν, κριθῆναι
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 591 ἢν Κλέωνα τὸν λάρον δώρων ἑλόντες καὶ κλοπῆς { αφού τον καταδικάσετε για κλοπή και δωροδοκία }
    • ΑΝΔΟΚ 1.74 ὁπόσοι κλοπῆς ἢ δώρων ὄφλοιεν { όσοι καταδικάστηκαν για κλοπή ή δωροδοκία }
    • ΛΥΣ 27.3 ἀλλὰ καὶ πρότερον ἤδη δώρων ἐκρίθησαν
    • υποχρεωτική προσφορά σε ηγεμόνα ή βασιλιά, φόρος
    • ΘΟΥΚ 2.97.3 δῶρα οὐκ ἐλάσσω τούτων χρυσοῦ τε καὶ ἀργύρου προσεφέρετο
    • ΞΕΝ Ελλ 2.3.8 στεφάνους͵ οὓς παρὰ τῶν πόλεων ἐλάμβανε δῶρα ἰδίᾳ
    • 3. δώρα ή χαρίσματα από τους θεούς ή από τη φύση στον άνθρωπο
    • ΟΜ Ιλ 7.482 ὕπνου δῶρον ἕλοντο { χάρηκαν το δώρο του ύπνου }
    • ΠΛ Πολιτ 274c ὅθεν δὴ τὰ πάλαι λεχθέντα παρὰ θεῶν δῶρα ἡμῖν δεδώρηται
    • ΑΙΣΧ Αγ 927 τὸ μὴ κακῶς φρονεῖν θεοῦ μέγιστον δῶρον
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΙΔΩΜΙ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο8
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δόσις, δοτήρ, δωτήρ, δώτωρ, δότειρα, δῶρον, δωρεά, δώρημα
      • ρήματα: δίδωμι, δωρέομαι, δωροφορέω, δωροκοπέω
      • επίθετα: ἄδοτος, διόδοτος, θεόδοτος, πυθόδοτος, δοτικός, δωρητός, δωροδόκος, δωροφάγος, δωροφόρος, ἄδωρος, ἀδώρητος, πολύδωρος, ἀγλαόδωρος, ἀντίδωρος, βιόδωρος, διόδωρος, ζείδωρος, πάνδωρος, φιλόδωρος
      • επιρρήματα: δωρεάν
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: δότης, χρησμοδότης, νομοδότης, ἐργοδότης, γνωμοδότης
      • επίθετα: δοτός, πολύδοτος, ἀνένδοτος, ἀντίδοτος, ἀσκληπιόδοτος, θεοπαράδοτος, μητρόδοτος, πατροπαράδοτος, δυσανάδοτος, δυσαπόδοτος, ἀγαθόδωρος, θεόδωρος, μεγαλόδωρος, πλουσιόδωρος
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δωρεοδότης, δωρεοδόχος, δωροδόχος, δωρητής, δωρήτρια, δωρομανείς, δωρομανία, δωροστόλιστον, δοσιδικία, δωσιδικώ, δοσιλογώ, δοσίλογος
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κύπ. διω, γιω, Κύπ. Πόντ. δώρημαν, Πόντ. δότας