Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- δυστυχέω
- ρήμα
- δυστυχῶ
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
|ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος, είμαι άτυχος, κακοτυχώ, με βρίσκουν συμφορές, έχω την ατυχία να..., δοκιμάζομαι από κακοτυχίες |με αιτ. |με δοτ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |φρ. τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΠΑΘΗΤΙΚΟ είμαι δυστυχισμένος, είμαι άτυχος, κακοτυχώ, με βρίσκουν συμφορές, έχω την ατυχία να..., δοκιμάζομαι από κακοτυχίες
- με αιτ.
- ΕΥΡ Εκ 429 εἰ ζῇ γ΄· ἀπιστῶ δ΄· ὧδε πάντα δυστυχῶ
- με δοτ.
- ΣΟΦ ΟιδΤ 262 εἰ κείνῳ γένος μὴ ΄δυστύχησεν
- ΛΥΣ 2..65 ὅτι οὐ κακίᾳ τῇ αὑτῶν οὐδ' ἀρετῇ τῇ τῶν πολεμίων πρότερον ἐδυστύχησεν ἡ πόλις
- με εμπρόθετο προσδιορισμό
- ΙΣΑΙΟΣ 10.17 ὅταν περὶ χρήματων δυστυχῶσι
- ΕΥΡ απ 1056.1 οὐ πάντες οὔτε δυστυχοῦσιν ἐν γάμοις οὔτ΄ εὐτυχοῦσι
- ΣΟΦ ΟιδΚ 800 πότερα νομίζεις δυστυχεῖν ἔμ'ές τὰ σὰ ἤ σ'εἰς/ τὰ σαυτοῦ μᾶλλον ἐν τῷ νῦν λόγῳ;
- ΛΥΣ 14.18 εἰ ἐδυστυχήσαμεν διὰ τοὺς οὕτως ἀτακτοῦντας
- ΠΛ Λαχ 183c παρὰ τοὺς ἄλλους οὕτω σφόδρα εἰς τοῦτο δεδυστυχήκασιν
- φρ. τὰ δυστυχηθέντα=οι αποτυχίες
- ΛΥΣ 2.70 πολλῶν μὲν γὰρ καὶ καλῶν αἴτιοι γεγένηνται τῇ ἑαυτῶν πατρίδι, ἐπηνώρθωσαν δὲ τὰ ὑφ᾽ ἑτέρων δυστυχηθέντα
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΔΥΣΤΥΧΗΣ >
- Από: δυστυχ- + -έω.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- δυστυχέω, ἐδυστύχουν, δυστυχήσω, ἐδυστύχησα, δεδυστύχηκα
- παθ. αόρ. ἐδυστυχήθην, παθ. πρκ. δεδυστύχημαι
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: τύχη, ἀποτυχία, ἐπιτυχία, ἀτύχημα, ἀτυχία, δυστύχημα, δυστυχία, εὐτύχημα, εὐτυχία, ἀπότευγμα 'αποτυχία', ἀπότευξις 'αποτυχία', ἔντευξις 'συνάντηση', ἐπίτευξις
- ρήματα: ἀποτυγχάνω, ἐντυγχάνω, ἐπιτυγχάνω, ξυντυγχάνω, παρατυγχάνω, προστυγχάνω, συντυγχάνω, ἀντιτυγχάνω, δυστυχέω, ἐνδυστυχέω, ἀτυχέω, εὐτυχέω
- επίθετα: ἀνδροτυχής 'αυτή που αξιώνεται άνδρα', ἀποτυχής, ἐπιτυχής, ἀτυχής, δυστυχής, εὐτυχής, προστυχής, ἀτευχής 'άοπλος', τυχηρός, ἐπιτευκτικός 'αυτός που πετυχαίνει τον σκοπό του'
- επιρρήματα: δυστυχῶς, ἐπιτυχῶς
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀνεπιτυχία, ἀποτύχημα, ἐπιτύχημα, ἐντύχημα, ἐντυχία, εὐτύχησις, δυστύχησις, ἀνεπιτευξία, ἀτευξία, τεῦξις 'κατασκευή', ὑπότευξις, ἔντευγμα, ἐπίτευγμα
- ρήματα: κατατυγχάνω, κατεντυγχάνω, κατεπιτυγχάνω, μετατυγχάνω, περιτυγχάνω, προεντυγχάνω, προπαρατυγχάνω, προσεντυγχάνω, προσεπιτυγχάνω, ὑπερεντυγχάνω, ὑποτυγχάνω, διεντυγχάνω, διευτυχέω
- επίθετα: ἀγαθότυχος, ἀδυστύχητος, ἀπρόστυχος, ἄτυχος, δύστυχος, εὐτυχόβουλος, ἀνέντευκτος, ἀνεπίτευκτος, ἀξιοεπίτευκτος, ἀποτευκτικός, ἐντευκτικός, ἄτευκτος, ἀτεύχητος 'άοπλος', αὐτότευκτος, αὐτουργότευκτος, ἀχειρότευκτος, ὀψίτυχος, δύστυχος, κακότυχος, τυχαῖος, τυχικός
- επιρρήματα: ἀτυχέως, ἀτυχῶς, ἀποτευκτικῶς
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %τυχ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- τυχαιότης, τυχάρπαστος, τυχηροπαιξία, τυχοδιωκτέω, τυχοδιώκτης, τυχοδιωκτικός, τυχοδιωκτικώς, τυχοδιώκτις, τυχοδιωκτισμός, τυχοδιώκτρια, τυχοδιωξία, τυχοδοκιμασταί, τυχοθεραπεία, τυχοθήρας, τυχοθηρικός, τυχοκερδής, τυχοπαιξία, ευτύχισις, ευτυχιστικώτατα, δυστυχηματαπόδειξις
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ