Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δύναμις
    • ουσιαστικό
    • -εως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. φυσική δύναμη, ισχύς, ρώμη 2. δύναμη |πολιτική, στρατιωτική ή οικονομική εξουσία |εξουσία, επιρροή 3. μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη Β. 1. ικανότητα, δεξιότητα, ταλέντο 2. ιδιότητα, ποιότητα, φυσικό χάρισμα 3. σπουδή, τέχνη, επάγγελμα Γ. 1. αξία 2. η δύναμη, η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου Δ. στρατιωτική, πολεμική δύναμη Ε. 1. δύναμη |φιλοσοφία |η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια, αντ. με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια 2.η φυσική δύναμη |φυσική και ιατρική 3. το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού, η δύναμη, η τετραγωνική ρίζα |μαθηματικά |φρ. δυνάμει=δυνάμει, δυνητικά, αντ. στο ἐνεργείᾳ |φρ. παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ. |φρ. κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ.

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. φυσική δύναμη, ισχύς, ρώμη
    • ΟΜ Οδ 2.62 ἦ τ΄ ἂν ἀμυναίμην͵ εἴ μοι δύναμίς γε παρείη { θα αντιστεκόμουν, αν είχα τη δύναμη }
    • ΑΝΤΙΦ 4.3 τοὺς δὲ ἥ τε ἐμπειρία τῶν παροινουμένων ἥ τε ἀσθένεια τοῦ γήρως ἥ τε δύναμις τῶν νέων φοβοῦσα σωφρονίζει { ενώ τους γέρους τους συγκρατεί η πείρα των πράξεων που γίνονται επάνω σε παραφορά, η γεροντική αδυναμία και ο φόβος εμπρός στη δύναμη του νέου }
    • 2. δύναμη
    • ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.718 ὡς πλοῦτος πλείστην πᾶσιν ἔχει δύναμιν
    • ΘΟΥΚ 2.43.1 τὴν τῆς πόλεως δύναμιν καθ΄ ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καὶ ἐραστὰς γιγνομένους αὐτῆς
    • πολιτική, στρατιωτική ή οικονομική εξουσία
    • ΠΛ Συμπ 184a ὑπὸ πολιτικῶν δυνάμεων ἁλῶναι αἰσχρόν
    • ΞΕΝ Ελλ 4.4.5 καὶ αὐτῶν δὲ τῶν ἐν δυνάμει ὄντων ἦσαν οἳ ὀμνύοντες ὑπισχνοῦντο μηδὲν χαλεπὸν αὐτοὺς πείσεσθαι
    • εξουσία, επιρροή
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1180a ὁ δὲ νόμος ἀναγκαστικὴν ἔχει δύναμιν
    • 3. μεταφυσική ή θεϊκή δύναμη
    • ΠΛ Κρατ 438c μείζω τινὰ δύναμιν εἶναι ἢ ἀνθρωπείαν τὴν θεμένην τὰ πρῶτα ὀνόματα τοῖς πράγμασιν
    • ΠΛ Σοφιστ 265b ποιητικήν͵ εἴπερ μεμνήμεθα τὰ κατ΄ ἀρχὰς λεχθέντα͵ πᾶσαν ἔφαμεν εἶναι δύναμιν ἥτις ἂν αἰτία γίγνηται τοῖς μὴ πρότερον οὖσιν ὕστερον γίγνεσθαι
    • ΕΥΡ Αλκησ 220 θεῶν γὰρ δύναμις μεγίστη
    • Β.
    • 1. ικανότητα, δεξιότητα, ταλέντο
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1144a ἔστι δὴ δύναμις ἣν καλοῦσι δεινότητα
    • ΔΗΜ 22.11 οὐ γὰρ ᾤετο δεῖν ὁ τιθεὶς τὸν νόμον ἐπὶ τῇ τῶν λεγόντων δυνάμει τὸ πρᾶγμα καταστῆσαι { ο νομοθέτης δε θεώρησε ότι πρέπει η απόφαση να εξαρτάται από το ταλέντο των ρητόρων }
    • 2. ιδιότητα, ποιότητα, φυσικό χάρισμα
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 8.8.14 ἀλλὰ καὶ τῶν φυομένων ἐκ τῆς γῆς τὰς δυνάμεις οἱ παῖδες πρόσθεν μὲν ἐμάνθανον { τα παιδιά μάθαιναν άλλοτε ακόμη και τις ιδιότητες των φυτών }
    • 3. σπουδή, τέχνη, επάγγελμα
    • ΠΛ Πολ 532d λέγε οὖν τίς ὁ τρόπος τῆς τοῦ διαλέγεσθαι δυνάμεως
    • ΠΛ Σοφιστ 233a τί ποτ΄ οὖν ἂν εἴη τὸ τῆς σοφιστικῆς δυνάμεως θαῦμα;
    • Γ.
    • 1. αξία
    • ΘΟΥΚ 6.46.3 φιάλας τε καὶ οἰνοχόας καὶ θυμιατήρια...ἃ ὄντα ἀργυρᾶ πολλῷ πλείω τὴν ὄψιν ἀπ΄ ὀλίγης δυνάμεως χρημάτων παρείχετο { τάσια, κανάτες για κρασί και μυροκαύστες...που ήταν από ασήμι και που φάνταζαν πολύ περισσότερο από την πραγματική τους χρηματική αξία }
    • 2. η δύναμη, η σημασία μιας λέξης ή ενός φθόγγου
    • ΠΛ ΙππΜ 285d περί τε γραμμάτων δυνάμεως καὶ συλλαβῶν καὶ ῥυθμῶν καὶ ἁρμονιῶν
    • ΛΥΣ 10.7 πολὺ γὰρ ἂν ἔργον ἦν τῷ νομοθέτῃ ἅπαντα τὰ ὀνόματα γράφειν ὅσα τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχει { γιατί θα ήταν πολύ δύσκολο στο νομοθέτη να καταγράψει όλους τους όρους, που έχουν την ίδια σημασία }
    • Δ. στρατιωτική, πολεμική δύναμη
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 1.3.12 ἔχει δὲ δύναμιν καὶ πεζὴν καὶ ἱππικὴν καὶ ναυτικὴν
    • ΑΙΣΧΙΝ 3.85 ἐν πέντε ἡμέραις ἐβοηθήσατε αὐτοῖς καὶ ναυσὶ καὶ πεζῇ δυνάμει
    • Ε.
    • 1. δύναμη
    • φιλοσοφία
    • ΠΛ Φιληβ 64e ἡ τοῦ ἀγαθοῦ δύναμις
    • ΠΛ ΙππΕ 375d εἰ μὲν δύναμίς ἐστι τῆς ψυχῆς ἡ δικαιοσύνη
    • η ικανότητα για ύπαρξη ή ενέργεια, αντ. με την πραγματική ύπαρξη ή ενέργεια
    • ΑΡΙΣΤ Ουρ 283b οὐδεμία γὰρ δύναμις τοῦ γεγονέναι ἐστίν͵ ἀλλὰ τοῦ εἶναι ἢ ἔσεσθαι
    • 2.η φυσική δύναμη
    • φυσική και ιατρική
    • ΠΛ Τιμ 74d ὅθεν συντονωτέραν μὲν καὶ γλισχροτέραν σαρκῶν͵ μαλακωτέραν δὲ ὀστῶν ὑγροτέραν τε ἐκτήσατο δύναμιν νεῦρα
    • ΑΡΙΣΤ ΖΜορ 657a ὦτά τε γὰρ δύο καὶ ὄμματα καὶ ἡ τῶν μυκτήρων δύναμις διφυής ἐστιν
    • ΑΡΙΣΤ Προβλ 886b δύναμις γάρ τίς ἐστιν ἡ ψυχρότης
    • 3. το τετράγωνο ευθείας ή αριθμού, η δύναμη, η τετραγωνική ρίζα
    • μαθηματικά
    • ΠΛ Τιμ 31c ὁπόταν γὰρ ἀριθμῶν τριῶν εἴτε ὄγκων εἴτε δυνάμεων ὡντινωνοῦν ᾖ τὸ μέσον͵ ὅτιπερ τὸ πρῶτον πρὸς αὐτό͵ τοῦτο αὐτὸ πρὸς τὸ ἔσχατον
    • φρ. δυνάμει=δυνάμει, δυνητικά, αντ. στο ἐνεργείᾳ
    • ΑΡΙΣΤ Ψυχ 430a τὸ φῶς ποιεῖ τὰ δυνάμει ὄντα χρώματα ἐνεργείᾳ χρώματα
    • φρ. παρά δύναμιν ή ὑπέρ δύναμιν=πέρα από τη δύναμη κπ.
    • ΘΟΥΚ 1.70.3 αὖθις δὲ οἱ μὲν καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ
    • φρ. κατὰ δύναμιν ή εἰς δύναμιν=όσο μπορεί κπ.
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.2.8 τότε ὑπεσχόμην ἀψευδοῦντός σου τιμωρήσειν εἰς δύναμιν
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΥΝΑΜΙΣ >
    • Το δύναμις αντικατέστησε στη χρήση το αρχ. ουσ. (F)ἴς.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο14.1
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δύναμις, δύνασις, δυνάτης 'δυνάστης', δυνάστωρ, δυνάστης, δυναστεία, ἀδυναμία, ἀδυνασία
      • ρήματα: δύναμαι, ἀδυνατέω, ἀδυναμέω
      • επίθετα: ἀδύνατος
      • επιρρήματα: δυνατῶς, ἀδυνάτως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: δυνατομέγεθος, δυναμοδύναμις 'μαθημ. τέταρτη δύναμη χ4', δυναμόκυβος 'μαθημ. πέμπτη δύναμη χ5', δυναμοστόν 'το κλάσμα', δυνάμωσις, δυναμία, δυναμώτης, ἀπειροδυναμία, αὐτοδύναμις 'η απόλυτη ιδέα της δυνάμεως', ἐνδυναμία, ἰσοδυναμία, ὑπερδύναμις
      • ρήματα: δύνομαι, δυνατέω, δυνατεύω, δυναμόω, ἐνδυναμόω, ἰσοδυναμέω, ὑπερδυναμόω
      • επίθετα: δυνατικός, δυναμερός 'ισχυρός, δυνατός', δυναμικός, δυναμωτικός, δυναμοειδής, δυνητικός, δυναμοποιός 'ενισχυτικός', δυναμωτής, ἀδύναμος, ἀμφοτεροδύναμος, ἀπειροδύναμος, αὐτοδύναμος, ἐνδύναμος 'δυνατός, ισχυρός', ἑτεροδύναμος, θεοδύναμος, ἰσοδύναμος, μεγαλοδύναμος, ὀλιγοδύναμος, ὁμοδύναμος, πανδύναμος, παντοδύναμος, πολυδύναμος, ταυτοδύναμος, ὑπερδύναμος
      • επιρρήματα: δυνάτως, δυναμοδότως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δυνατότης, δυναμομηχανή, δυναμόμετρο, δυναμομετρία, δυναμοθεραπεία, δυναμογράφος, δυναμομετρώ, δυνατόφωνος, δυναμομετρικός, δυναμογόνος, δυναμοηλεκτρικός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κύπρ. Νάξ. Σκύρ. δύνομαι, Ρόδ. δύνουμαι , Άνδρ. δυνάζομαι
      • Από την ελληνιστική περίοδο ως σήμερα ο όρος, όπως διαφαίνεται, έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως στα μαθηματικά και γενικότερα στις θετικές επιστήμες, για να εκφράσει επιστημονικά πεδία, όργανα κτλ. δίχως αυτό να σημαίνει ότι μειονεκτούν οι υπόλοιπες σημασίες ή χρήσεις του.