Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δουλεύω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. είμαι σκλάβος , έχω στερηθεί την ελευθερία μου |με δοτ., με αιτ. και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό |είμαι δούλος, είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ. ή κτ. |προσφέρω υπηρεσίες, υπηρετώ 2. υποτάσσομαι, πειθαρχώ

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. είμαι σκλάβος , έχω στερηθεί την ελευθερία μου
    • με δοτ., με αιτ. και σπάνια με εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΗΡ 7.19 ἐπί πᾶσαν γῆν δουλεύσειν τέ οἱ πάντας ἀνθρώπους
    • ΞΕΝ Συμπ 4.14 ἥδιον δ' ἄν δουλεύοιμι ἤ ἐλεύθερος εἴην
    • ΛΥΣ 14.39 ἤ ὑπέρ τῶν δουλευσάντων τοῖς πολεμίοις αἰσχύνεται
    • είμαι δούλος, είμαι απόλυτα εξαρτημένος από κπ. ή κτ.
    • ΠΛ Φαιδ 66c τά δέ χρήματα ἀναγκαζόμεθα κτᾶσθαι διά τό σῶμα, δουλεύοντες τῇ τούτου θεραπείᾳ
    • ΠΛ Συμπ 184b ἔστι γάρ νόμος , ὥσπερ ἐπί τοῖς ἐρασταῖς ἦν δουλεύειν ἐθέλοντα
    • ΞΕΝ Απομν 1.6.8 τοῦ δὲ μὴ δουλεύειν γαστρί μηδ' ὕπνῳ καί λαγνείᾳ
    • προσφέρω υπηρεσίες, υπηρετώ
    • ΙΣΟΚΡ 10.57 ἥδιον δουλεύομεν τοῖς τοιούτοις ἤ τῶν ἄλλων ἄρχομεν
    • ΕΥΡ Ιων 182 οἵς δ' ἔγκειμαι μόχθοις Φοίβῳ δουλεύσω κοὐ λήξω τούς βόσκοντας θεραπεύων
    • 2. υποτάσσομαι, πειθαρχώ
    • ΑΝΔΟΚ 1.99 ὡς μή ἀναγκασθείης τά χρήματα ἀποδοῦναι ὅσα συκοφαντῶν ἔλαβες, ἐδούλευες τοῖς τριάκοντα
    • ΔΗΜ 10.4 μήτε δουλεύειν ἄλλῳ, ἄλλ'ἐν ἐλευθερίᾳ καί νόμοις ἐξ ἴσου πολιτεύεσθαι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΟΥΛΟΣ >
    • Από τους μυκηναϊκούς τύπους doero (=σκλάβος), doera (=σκλάβα) με συναίρεση.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • δουλεύω, ἐδούλευον, δουλεύσω, ἐδούλευσα, δεδούλευκα, ἐδεδουλεύκειν
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δοῦλος, δουλεία ή δουλία, δούλευμα 'η υπηρεσία του δούλου', δουλάριον, δουλοσύνη 'η κατάσταση της δουλείας', δούλωσις 'υποδούλωση, υποταγή', δουλαπατία 'προσέλκυση ή απαγωγή δούλου με εξαπάτηση', δουλοπρέπεια, ἀδουλία 'έλλειψη δούλων', ἐθελοδουλεία 'εκούσια δουλεία', καταδούλωσις, συνδούλη, σύνδουλος
      • ρήματα: δουλόω, ἀντιδουλεύω 'ανταποδίδω υπηρεσία', καταδουλόω, συνδουλεύω
      • επίθετα: δουλικός, δούλειος, δούλιος 'δουλικός, δουλοπρεπής', δουλόσυνος 'υπόδουλος, υποταγμένος', δουλοπρεπής, ἀντίδουλος, ἄδουλος 'αυτός που δεν υπηρετείται ή φυλάσσεται από δούλους', ἐθελόδουλος, ἡμίδουλος, ὁμόδουλος, πρόδουλος 'αυτός που υπηρετεί ως δούλος', τρίδουλος
      • επιρρήματα: δουλικῶς
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. δουληΐη 'δουλεία'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: δούλευσις 'δουλεία', δουλευτής, δουλεύτρια, δουλίς, δουλαγωγία 'υποδούλωση, υποταγή', δουλελεύθερος 'απελεύθερος', δουλοδιδάσκαλος, δουλοκοίτης, δουλοκρατία, δουλέκδουλος 'ο εκ γενετής δούλος', δουλομαχία, δουλομίκτης, δουλομιξία, δουλοπάθεια, αὐτοδουλεία, γυναικόδουλος, ἑπτάδουλος, ἱερόδουλος, ἱεροδουλεία, καταδουλισμός, κατάδουλος, κακοδουλεία 'η κακία των δούλων'
      • ρήματα: δουλαγωγέω 'καθιστώ ή μεταχειρίζομαι κάποιον ως δούλο', δουλοκρατέομαι 'εξουσιάζομαι από δούλους', δουλοποιέω, ἀδουλέω, ἀναδουλόω 'επαναφέρω σε δουλεία', ἐθελοδουλέω, ἐπιδουλεύω 'είμαι ακόμη δούλος', καταδουλίζω, προδουλόω, προσδουλεύω
      • επίθετα: δουλευτός, δουλωτικός, δουλόγαμος 'αυτός που κάνει γάμο με δούλο', δουλογάστριος, δουλογνώμων 'αυτός που έχει φρόνημα δούλου', δουλόμορφος, δουλοπαθής, δουλοποιός, δουλοπόνηρος 'δουλοπρεπής', δουλότροπος, δουλοφανής, δουλόψυχος, ἀδούλωτος 'αυτός που δεν υποτάσσεται', ἀδούλευτος 'αυτός που δεν έγινε ποτέ δούλος', ἀμφίδουλος 'αυτός που είναι δούλος και από τους δύο γονείς', εὔδουλος 'ο καλός προς τους δούλους του', γαστρίδουλος, κακόδουλος
      • επιρρήματα: δουλοπρεπῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %δουλ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δουλαγοραί, δουλεμπορία, δουλεμπορικός, δουλεμπόριον, δουλέμπορος, δουλικότης, δουλοκόλαξ, δουλοκτήμων, δουλοκτήτωρ, δουλοκυριαρχία, δουλοπαροικία, δουλοπάροικος, δουλοπονηρία, δουλοσύστημα, δουλοφροσύνη
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %δουλ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %δουλ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Χίος δουλώνω 'παρέχω εγγύηση με την περιουσία μου'