Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δόξα
    • ουσιαστικό
    • -ης
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. γνώμη, άποψη, κρίση |υπόθεση, εικασία, ένδειξη (αντ. γνῶσις και ἐπιστήμη) |φιλοσοφία |φρ. αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες |φαντασία, όραμα 2. προσδοκία, ελπίδα 3. η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ., φήμη, υπόληψη, τιμή

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. γνώμη, άποψη, κρίση
    • ΠΛ Φαιδ 96b ὁ δ΄ ἐγκέφαλός ἐστιν ὁ τὰς αἰσθήσεις παρέχων...ἐκ τούτων δὲ γίγνοιτο μνήμη καὶ δόξα
    • ΣΟΦ Αντ 324 κόμψευέ νυν τὴν δόξαν
    • ΙΣΟΚΡ 4.175 ἐξ ὧν τοιαύτη δόξα γέγονεν
    • υπόθεση, εικασία, ένδειξη (αντ. γνῶσις και ἐπιστήμη)
    • φιλοσοφία
    • ΠΛ Μεν 98c οὐδὲν ἄρα ὀρθὴ δόξα ἐπιστήμης χεῖρον οὐδὲ ἧττον ὠφελίμη ἔσται εἰς τὰς πράξεις, οὐδὲ ἁνὴρ ὁ ἔχων ὀρθὴν δόξαν ἢ ὁ ἐπιστήμην
    • ΑΡΙΣΤ ΑναλΥ 100b ἐπεὶ δὲ τῶν περὶ τὴν διάνοιαν ἕξεων αἷς ἀληθεύομεν αἱ μὲν ἀεὶ ἀληθεῖς εἰσιν, αἱ δὲ ἐπιδέχονται τὸ ψεῦδος, οἷον δόξα καὶ λογισμός, ἀληθῆ δ᾽ ἀεὶ ἐπιστήμη καὶ νοῦς
    • φρ. αἱ δόξαι=οι φιλοσοφικές θεωρίες
    • ΑΡΙΣΤ ΗΕυδ 1235a δύο μὲν αὗται δόξαι περὶ φιλίας εἰσί
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 996b ἀμφισβητήσιμόν ἐστιν λέγω δὲ ἀποδεικτικὰς τὰς κοινὰς δόξας
    • φαντασία, όραμα
    • ΠΛ Θεαιτ 161e ἐπιχειρεῖν ἐλέγχειν τὰς ἀλλήλων φαντασίας τε καὶ δόξας
    • ΑΙΣΧ Χο 1053 οὐκ εἰσὶ δόξαι τῶνδε πημάτων ἐμοί { δεν είναι οι φαντασίες του νου που με ταράζουν }
    • ΕΥΡ Ρησ 780 καί μοι καθ΄ ὕπνον δόξα τις παρίσταται
    • 2. προσδοκία, ελπίδα
    • ΘΟΥΚ 1.141.6 ἄλλως τε κἂν παρὰ δόξαν͵ ὅπερ εἰκός͵ ὁ πόλεμος αὐτοῖς μηκύνηται
    • ΛΥΣ 2 22.2 περὶ τῆς πόλεως τοιαύτη δόξα παρειστήκει
    • 3. η γνώμη που έχουν οι άλλοι για κπ., φήμη, υπόληψη, τιμή
    • ΙΣΟΚΡ 1.16.5 τὰς ἡδονὰς θήρευε τὰς μετὰ δόξης
    • ΞΕΝ Απομν 4.2.34 εἴ γε μὴ προσθήσομεν αὐτῷ κάλλος ἢ ἰσχὺν ἢ πλοῦτον ἢ δόξαν
    • ΘΟΥΚ 2.11.9 μεγίστην δόξαν οἰσόμενοι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΟΚΕΩ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο2.2α
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δόκησις 'γνώμη, φήμη', δόκημα 'όραμα, εμφάνιση', δόγμα 'γνώμη, πίστη, δόγμα', δόξα 'γνώμη, καλή φήμη', αὐτοδόξα 'δοξασία διατυπωμένη αφηρημένα', δόξις 'γνώμη', δόξασμα 'γνώμη', δοξαστής 'αυτός που διαμορφώνει τις απόψεις', ἀδοξία 'κακή φήμη', εὐδοξία, δοξοκαλία 'φιλαρέσκεια', δοξοσοφία 'η μη αληθινή σοφία', δοκιμεῖον 'κριτήριο, μέσο προς δοκιμή', δοκιμασία, εὐδοκίμησις, προσδοκία, προσδόκημα
      • ρήματα: δοκεύω 'περιμένω, παραμονεύω, ενεδρεύω', προσδοκάω, δοκέω, εὐδοκέω, δοξάζω 'σκέφτομαι, φαντάζομαι', μεταδοκέω 'μεταβάλλω τη γνώμη μου', μεταδοξάζω 'μεταβάλλω τη γνώμη μου', δοξόομαι 'έχω τη φήμη', ἀδοξέω 'δεν έχω καλή φήμη', εὐδοξέω, εὐδοκιμέω, δωροδοκέω, δοκιμάζω
      • επίθετα: προσδόκιμος, εὔδοκος, εὔδοξος, εὐδόκιμος, δοξαστός 'αυτός που διατυπώνει εικασία, υπόθεση, αυτός που είναι αντικείμενο εικασίας, υπόθεσης', δοξαστικός 'αυτός που αναφέρεται στις γνώμες, απόψεις κάποιου', ἄδοξος, ἔνδοξος, ἐπίδοξος, εὔδοξος, κακόδοξος, παράδοξος, φιλόδοξος, δοξόσοφος 'αυτός που θεωρεί τον εαυτό του σοφό', δόκιμος 'αποδεκτός, εγκεκριμένος, σημαντικός', δοξομιμητής 'αυτός που μιμείται φαινομενική και όχι πραγματική αλήθεια', δοξόσοφος 'αυτός που θεωρεί τον εαυτό του σοφό'
      • επιρρήματα: ἐνδόξως, εὐδόξως, παραδόξως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἐνδοξασμός 'η ενέργεια του δοξάζειν', εὐδόκησις, εὐδοκία 'έγκριση, επιδοκιμασία', δογματίας, δόξασις 'διαμόρφωση γνώμης', δοξασία 'γνώμη', παραδοξασμός 'αντικείμενο απορίας, θαυμασμού', δοκιμή 'εξέταση, δοκιμή', δοκιμαστής 'εξεταστής', δοκιμαστήρ 'εξεταστής', δοκιμαστήριον 'έλεγχος, δοκιμή' , δωροδόκησις, δοξοκοπία 'δίψα για φήμη ή δημοτικότητα', δοξομανία 'μανία για φήμη', δοξοφαγία 'πείνα για φήμη', προσδόκησις, παραδοξολογία, παραδοξία 'το παράδοξο'
      • ρήματα: δογματίζω, ἀποδοκιμάζω, ὑπερδοξάζω, δοξολογέω, παραδοξολογέω, παραδοξοποιέω, συνευδοκέω
      • επίθετα: δογματικός, δοξαστός 'δοξασμένος', δοκιμαστός, δοκιμαστικός, κενόδοξος, ὀρθόδοξος, φιλόδοξος, προσδοκήσιμος, δοξοκόπος 'φιλόδοξος', δοξομανής
      • επιρρήματα: ἀδόξως, ὀρθοδόξως, ἐπιδόξως, φιλοδόξως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δογματέω, δογματικότης, δογματοσκεπτικός, δογματοφύλαξ, δοκησιγνωσία, δοκησιδεξιότης, δοκησίνοια, δοκιμιογράφος, δοξογέννητος, δοξογόνος, δοξοδιψία, δοξοθήρας, δοξοθηρικός, δοξοκρασία, δοξολογήσιμος, δοξολόγησις, δοξοσόφως, δωροδοκικός, ευδοκίμημα, παραδοξάζω 'όχι ορθάς δόξας έχω', παραδοξάσματα 'όχι ορθαί δόξαι', παραδοξογενής, παραδοξολογικός, παραδοξομανία, παραδοξόσχημος, παραδοξοφάνεια, παραδοξοφρονείν, παραδοξοφροσύνη, προσδοκητικός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ήπ. δοκάω 'καταλαβαίνω' (απρόσωπο με τις προσωπικές αντωνυμίες μου, σου, του κ.ά.), Κύπ. δοκεί, Νάξ. διόχτει, Κύπ. δόχνει, Κρ. διόχνει, Κύπ. έδοξεν, Χίος έδοξε, Κάρπαθ. έοξε 'σκέφτομαι, κρίνω, αποφασίζω', Ρόδ. όπως μας δόξει 'όπως μας φανεί καλό', Χίος όταν μου δόξει ' όταν μου φανεί καλό', (μέσο) Κέρκ. δοκούμαι, Σάμ. δουκούμι, Ήπ. δοκειούμαι, δοκειέμαι, Κέρκ. Πελοπ. δοκειώμαι, Ήπ. Μακεδ. δουκειούμι, Μακεδ. αδουκειούμι, Πελοπ. δοκάται, Κέρκ. δοκήθηκα, Σάμ. Σκιάθ. δουκήθ'κα '1. καταλαβαίνω 2. σκέφτομαι, πιστεύω 3. θυμάμαι 4. βλέπω', Κύπ. αναδοκεί μου, αναδόχνει μου 'λυπάμαι, μετανιώνω' Κρ. Κύπ. δόκιμος, Στερ.Ελλ. Θεσσ. δόκιμους '1. ικανός, επιδέξιος 2. ζωντανός, ζωηρός 3. κατάλληλος, ταιριαστός'