Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δόκιμος
    • επίθετο
    • -ος, -ον
    • δοκίμως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ 1. δοκιμασμένος, αξιόπιστος, εγγυημένος, ικανός, αποδεκτός 2. σπουδαίος, διάσημος, αξιόλογος, σημαντικός |ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά, ειλικρινά

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ 1. δοκιμασμένος, αξιόπιστος, εγγυημένος, ικανός, αποδεκτός
    • ΗΡ 5.111 ὁ Ὀνήσιλος...τὰ δὲ πολέμια κάρτα δόκιμος
    • ΗΡ 7.117 Ἀρταχαίην͵ δόκιμον ἐόντα παρὰ Ξέρξῃ
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1277a πολίτου δοκεῖ δοκίμου ἡ ἀρετὴ εἶναι τὸ δύνασθαι καὶ ἄρχειν καὶ ἄρχεσθαι καλῶς
    • ΔΗΜ 35.24 ἀποδοῦναι εἴκοσιν ἡμερῶν τὸ ἀργύριον ἡμῖν δόκιμον·
    • 2. σπουδαίος, διάσημος, αξιόλογος, σημαντικός
    • ΑΡΙΣΤ Κοσμ 398a ἔξω δὲ τούτων ἄνδρες οἱ πρῶτοι καὶ δοκιμώτατοι διεκεκόσμηντο
    • ΗΡ 1.65 Λυκούργου τῶν Σπαρτιητέων δοκίμου ἀνδρὸς
    • ΗΡ 7.162 ὡς ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐστι τὸ ἔαρ δοκιμώτατον { όπως η άνοιξη είναι η καλύτερη εποχή του χρόνου }
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά, ειλικρινά
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.6.7. εἴ τις δύναιτο ἐπιμεληθῆναι ὅπως ἂν αὐτός τε καλὸς κἀγαθὸς δοκίμως γένοιτο
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΟΚΕΩ >
    • Από: δοκ- + -ιμος.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε2
    • επίθετο υπερθ. δοκιμώτατος
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δοκιμαστής
      • ρήματα: δοκιμόω-ῶ 'δοκιμάζω', ἀποδοκιμάζω 'απορρίπτω μετά από έλεγχο', ἀποδοκιμάω-ῶ 'αποδοκιμάζω'
      • επίθετα: ἀδοκίμαστος 'μη αποδεκτός', ἀδόκιμος 'αυτός που δεν ισχύει'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: δοκιμαστήριον 'έλεγχος', δοκίμιον 'απόδειξη'
      • επίθετα: δοκιμαστικός, δοκιμαστός, ἀποδοκιμαστικός, ἀποδόκιμος 'αυτός που δεν έχει αξία, αυτός που απορρίπτεται'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δοκίμιον, δοκιμιογράφος, αποδοκίμασις, αποδοκιμαστής, επιδοκιμασία, επιδοκιμαστικός, επιδοκιμαστικώς, αποδοκιμαστικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κύπ. δοκίμιν, διτζίμιν, Τήλος δοκίμι, Κάρπαθ. ᾽οκίμι, Στερ.Ελλ. δουκίμ᾽ 'αγώνισμα, διαγωνισμός', Στερ.Ελλ. Θεσσ. δόκιμους, Κρ. Κύπ. δόκιμος, 'ικανός, ταλαντούχος, ενεργός, ζωηρός, κατάλληλος, ταιριαστός'