Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • διώκω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. ακολουθώ κπ. με εχθρική διάθεση, καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι) |με αιτ. |απόλ. |ακολουθώ κπ. με φιλική διάθεση ή ως οπαδός |ακολουθώ κπ. με ερωτική διάθεση |διώχνω, απελαύνω |φρ. τὸν φεύγοντα διώκειν 2. επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ να πετύχω κτ. |περιγράφω, εξιστορώ 3. ωθώ, θέτω σε κίνηση, εξαναγκάζω κτ. να σπεύσει |σπεύδω, τρέχω Β. ΜΕΣΟ 1. καταδιώκω, κυνηγώ 2. επιδιώκω, επιζητώ Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι, ωθούμαι, διώκομαι, κατηγορούμαι Δ. |δικανικός όρος |μηνύω, καταγγέλλω, κατηγορώ |με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ. |με γεν. της ποινής (θανάτου ή περὶ θανάτου) |φρ. διώκω γραφήν=καταγγέλλω, κινώ δίκη |φρ. δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου |φρ. φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου |ὁ διώκων=ο κατήγορος, ο μηνυτής (αντ. ὁ φεύγων) |ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. ακολουθώ κπ. με εχθρική διάθεση, καταδιώκω (ιδίως σε πόλεμο ή κυνήγι)
    • με αιτ.
    • ΗΡ 5.98 ἐληλύθεε Περσέων ἵππος πολλὴ διώκουσα τοὺς Παίονας
    • ΞΕΝ Ελλ 4.6.9 ἔγνω διώκειν τοὺς ἐκ τῶν εὐωνύμων προσκειμένους
    • ΞΕΝ Κυν 6.3 τὰς δὲ ἀλώπεκας μὴ ἐθίζειν τὰς κύνας διώκειν
    • απόλ.
    • ΗΡ 8.38 δύο γὰρ ὁπλίτας...ἔχοντας ἕπεσθαί σφι κτείνοντας καὶ διώκοντας
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 4.6.25 καὶ νικῶσιν οἱ Ἕλληνες καὶ διώκουσιν
    • ακολουθώ κπ. με φιλική διάθεση ή ως οπαδός
    • ΞΕΝ Απομν 2.8.6 χρὴ οὖν πειρᾶσθαι τοὺς φιλαιτίους φεύγειν καὶ τοὺς εὐγνώμονας διώκειν
    • ΠΛ Θεαιτ 168a καὶ σὲ μὲν διώξονται καὶ φιλήσουσιν
    • ακολουθώ κπ. με ερωτική διάθεση
    • ΣΑΠΦΩ απ 1.21 καὶ γὰρ αἰ φεύγει͵ ταχέως διώξει
    • διώχνω, απελαύνω
    • ΗΡ 9.77 τοὺς ἡγεμόνας τῆς στρατιῆς ἐδίωξαν ἐκ τῆς γῆς
    • φρ. τὸν φεύγοντα διώκειν
    • ΟΜ Ιλ 22.199 ὡς δ΄ ἐν ὀνείρῳ οὐ δύναται φεύγοντα διώκειν
    • ΠΛ Συμπ 221c ἀλλὰ τοὺς προτροπάδην φεύγοντας διώκουσιν
    • 2. επιδιώκω, επιζητώ, προσπαθώ να πετύχω κτ.
    • ΘΟΥΚ 2.63.1 καὶ μὴ φεύγειν τοὺς πόνους ἢ μηδὲ τὰς τιμὰς διώκειν
    • ΠΛ Φαιδρ 251a οὐδ΄ αἰσχύνεται παρὰ φύσιν ἡδονὴν διώκων
    • ΠΛ Γοργ 482e φάσκων τὴν ἀλήθειαν διώκειν
    • περιγράφω, εξιστορώ
    • ΞΕΝ Απομν 2.1.34 οὕτω πως διώκει Πρόδικος τὴν ὑπ΄ Ἀρετῆς Ἡρακλέους παίδευσιν
    • 3. ωθώ, θέτω σε κίνηση, εξαναγκάζω κτ. να σπεύσει
    • ΑΙΣΧ Περ 84 Σύριόν θ΄ ἅρμα διώκων
    • ΠΙΝΔ Ισθ 8.35 βέλος διώξει χερὶ
    • σπεύδω, τρέχω
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 7.2.20 ἐπειδὴ δὲ ἔφη οὗτος εἶναι͵ ἀναπηδήσαντες ἐδίωκον·
    • Β. ΜΕΣΟ
    • 1. καταδιώκω, κυνηγώ
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 4.3.18 ταῖς δὲ χερσὶν ὁπλοφορήσω͵ διώξομαι δὲ τῷ ἵππῳ
    • ΞΕΝ Κυν 12.4 διώξονται τοὺς ἐναντίους ἐν παντὶ χωρίῳ
    • 2. επιδιώκω, επιζητώ
    • ΠΛ Κλειτ 407a τὰ μὲν ἀσκήσω καὶ διώξομαι͵ τὰ δὲ φεύξομαι κατὰ κράτος
    • Γ. ΠΑΘΗΤΙΚΟ παρακινούμαι, ωθούμαι, διώκομαι, κατηγορούμαι
    • ΣΟΦ Ηλ 871 ὑφ΄ ἡδονῆς τοι͵ φιλτάτη͵ διώκομαι
    • ΞΕΝ Κυν 5.16 εὑρισκόμενοι δὲ ὑπ΄ αὐτῶν καὶ διωκόμενοι
    • ΞΕΝ Κυν 10.20 διωκόμενος ὑπὸ τῶν κυνῶν·
    • Δ.
    • δικανικός όρος
    • μηνύω, καταγγέλλω, κατηγορώ
    • ΞΕΝ Ελλ 7.3.6 ἡμεῖς μὲν δὴ τούτους διώκομεν ὡς ἀνοσιωτάτους καὶ ἀδικωτάτους καὶ ἀνομωτάτους
    • ΑΝΤΙΦ 3.2.9 ὡς φονέα με διώκει
    • με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ.
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 368 διώξομαί σε δειλίας
    • ΔΗΜ 47.47 καὶ τοὺς μάρτυρας διὰ τοῦτο διώκω τῶν ψευδομαρτυρίων
    • ΑΝΔΟΚ 1.94.7 Μέλητον τοίνυν τοῖς παισὶ τοῖς τοῦ Λέοντος οὐκ ἔστι φόνου διώκειν
    • με γεν. της ποινής (θανάτου ή περὶ θανάτου)
    • ΞΕΝ Ελλ 7.3.6 ἡμεῖς τουτουσὶ τοὺς ἀποκτείναντας Εὔφρονα διώκομεν περὶ θανάτου
    • φρ. διώκω γραφήν=καταγγέλλω, κινώ δίκη
    • ΑΝΤΙΦ 2.1.5 πολλὰς μὲν καὶ μεγάλας γραφὰς διώξας οὐδεμίαν εἷλεν
    • φρ. δίκην διώκω=ζητώ το δίκιο μου ενώπιον του δικαστηρίου
    • ΔΗΜ 36.53 οὐ μόνον δίκας ἰδίας διώκων οὐκ ἐλάττους ταυτησί
    • ΠΛ Ευθυφ 3e ἔστιν δὲ δὴ σοί, ὦ Εὐθύφρων, τίς ἡ δίκη; φεύγεις αὐτὴν ἤ διώκεις;
    • φρ. φόνον τινὸς διώκω=εκδικούμαι για τον φόνο άλλου
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1269a ὁ διώκων τὸν φόνον τῶν αὑτοῦ συγγενῶν
    • ὁ διώκων=ο κατήγορος, ο μηνυτής (αντ. ὁ φεύγων)
    • ΔΗΜ 18.103 καὶ τὸ μέρος τῶν ψήφων ὁ διώκων οὐκ ἔλαβεν
    • ΠΛ Πολιτ 405b τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβηται
    • ὁ διωκόμενος=κατηγορούμενος
    • ΑΝΤΙΦ 2.1.5 ἔστι δ΄ ὁ διωκόμενος οὗτος
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΙΩΚΩ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • διώκω, ἐδίωκον, διώξω, ἐδίωξα, δεδίωχα, (μτγν. ἐδεδιώχειν)
    • διώκομαι, ἐδιωκόμην, διώξομαι, -, δεδίωγμαι
    • παθ. μέλλ. διωχθήσομαι, παθ. αόρ. ἐδιώχθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δίωγμα 'καταδίωξη', διωγμός 'κυνήγι', δίωξις 'κυνήγι, καταδίωξη', μεταδίωξις
      • ρήματα: διωκάθω 'διώκω', ἐπιδιώκω, ξυνδιώκω, μεταδιώκω 'παρακολουθώ, επιζητώ'
      • επίθετα: διωκτέος, διωκτός 'φυγάς', μεταδιωκτέος, μεταδίωκτος 'αυτός για τον οποίο στάλθηκε άνθρωπος για να τον επαναφέρει', λυκοδίωκτος 'καταδιωκόμενος από λύκο'
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. ἡ διωκτύς 'δίωξη'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: διώκτης, διωκτήρ (θηλ. διώκτρια), ἀνδροδιώκτης, γνωμοδιώκτης, νεφοδιώκτης, λῃστοδιώκτης, ἐργοδιώκτης, θηροδιώκτης, ἱπποδιώκτης, περσοδιώκτης, χριστιανοδιώκτης, χριστοδιώκτης
      • ρήματα: ἀντιδιώκω, ἀποδιώκω, ἀπεκδιώκω, ἐκδιώκω, παραδιώκομαι 'ακολουθούμαι μετά από γρήγορη διαδοχή', ἐπικαταδιώκω, καταδιώκω, περιδιώκω, προδιώκω, προσδιώκω, συνδιώκω
      • επίθετα: διωκτικός, διωξικέλευθος 'αυτός που αναγκάζει κάποιον να σπεύσει', διώξιππος 'αυτός που οδηγεί τα άλογα', ἀδίωκτος, ἀποδιωκτέος, ἀποδίωκτος 'αποδιωγμένος', δημοδίωκτος, δυσαποδίωκτος, δυσδίωκτος, λυσσοδίωκτος, κυκλοδίωκτος, λῃστοδίωκτος 'διωκόμενος από ληστές', καταδιωκτικός
      • επιρρήματα: διωκτικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • διωγμοφοβία, επιδιώξιμος, επιδιωκτέος, καταδιωγμός, καταδιώκτης, καταδιώξιμος, καταδιωξιομανία, τυχοδιώκτης, τυχοδιωκτισμός, τυχοδιωκτέω, τυχοδιωκτικός, τυχοδιωκτικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Κύπ. ᾽ξιδιώχνω 'εκδιώκω'