Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δίκη
    • ουσιαστικό
    • -ης
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. έθος, συνήθεια, τρόπος, κανόνας |η αιτ. ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο, κατά τη συνήθεια |με γεν. Β. |δικανικός όρος 1. ικανοποίηση για ένα έγκλημα, ανταπόδοση, ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας) |φρ. δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ., τιμωρούμαι |ποινή, τιμωρία |φρ. δίκην ἐλθεῖν, λαμβάνειν 2. αίσθημα του δικαίου, δικαιοσύνη (αντ. της λ. θέμις=θεία δίκη) |ως επίρρημα δίκῃ, σύν δίκῃ, μετὰ δίκης, κατά δίκην (αντ. παρὰ δίκην) |προσωποποίηση 3. δίκη για ιδιωτική υπόθεση σε αντ. με τη λ. γραφή=δίκη για δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία |δικαστήριο, η διαδικασία της δίκης, εκδίκαση υπόθεσης |δικαστική απόφαση |φρ. δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη, δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ., δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη, δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη, δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ. σε δίκη, σε διαιτησία, λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ., τον σέρνω στο δικαστήριο, δίκην δικάζειν, δικάζεσθαι, διαλύειν, εἰσάγειν, εἰσάγεσθαι |φρ. δίκαι ὕβρεως, φόνου,βλάβης, θανάτου, ἱεροσυλίας κτλ. δίκαι ἴδιαι, δημόσιαι, ἐμπορικαὶ κτλ.

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. έθος, συνήθεια, τρόπος, κανόνας
    • ΟΜ Οδ 11.218 ἀλλ΄ αὕτη δίκη ἐστὶ βροτῶν͵ ὅτε τίς κε θάνῃσιν. οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν { όμως αυτή είναι η μοίρα των θνητών όταν πεθαίνουν: δεν συγκρατούν τα νεύρα τους κόκκαλα πια και σάρκες }
    • ΠΙΝΔ Πυθ 1.50 νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων ἐστρατεύθη { μιμούμενος τον τρόπο συμπεριφοράς του Φιλοκτήτη στρατεύτηκε }
    • η αιτ. ως επίρρημα δίκην=κατά τον τρόπο, κατά τη συνήθεια
    • με γεν.
    • ΑΙΣΧ ΕπτΘ 85 βρέμει δ΄ ἀμαχέτου δίκαν ὕδατος ὀροτύπου { βροντά σαν νερό φοβερό που χτυπά στο βουνό }
    • ΠΛ Νομ 705e ὃς ἂν δίκην τοξότου ἑκάστοτε στοχάζηται
    • ΑΡΙΣΤ Κοσμ 395b αἳ δὴ καὶ ῥέουσι πολλάκις ποταμοῦ δίκην
    • Β.
    • δικανικός όρος
    • 1. ικανοποίηση για ένα έγκλημα, ανταπόδοση, ποινή (σε περιπτώσεις αυτοδικίας)
    • ΤΥΡΤ απ 12.39 οὐδέ τις αὐτὸν βλάπτειν οὔτ΄ αἰδοῦς οὔτε δίκης ἐθέλει
    • ΣΟΦ Αι 113 κεῖνος δὲ τείσει τήνδε κοὐκ ἄλλην δίκην { εκείνος όμως τούτη την τιμωρία θα έχει, όχι άλλη }
    • φρ. δίκην δίδωμί τινί τινος=δίνω ικανοποίηση για έγκλημα σε κπ., τιμωρούμαι
    • ΗΡ 1.2.3 οὐδὲ ἐκεῖνοι Ἰοῦς τῆς Ἀργείης ἔδοσάν σφι δίκας τῆς ἁρπαγῆς { ούτε εκείνοι δεν τους είχαν δώσει ικανοποίηση για την αρπαγή της αργίτισσας Ιώς }
    • ΙΣΟΚΡ 8.120 ἀνὴρ μὲν γὰρ ἀσεβὴς καὶ πονηρὸς τυχὸν ἂν φθάσειεν τελευτήσας πρὶν δοῦναι δίκην τῶν ἡμαρτημένων
    • ποινή, τιμωρία
    • ΑΝΤΙΦ 4.1.5 ἀξίαν δίκην τοῦ πάθους τῷ εἰργασμένῳ ἐπιθέντες
    • ΛΥΣ 23.14 ἐξέτεισε τὴν δίκην
    • φρ. δίκην ἐλθεῖν, λαμβάνειν
    • ΕΥΡ Ηλ 42 φόνον δίκη τ΄ ἂν ἦλθεν Αἰγίσθῳ τότε
    • ΕΥΡ Βακ 1310 τὸν γέροντα δὲ οὐδεὶς ὑβρίζειν ἤθελ΄ εἰσορῶν τὸ σὸν κάρα· δίκην γὰρ ἀξίαν ἐλάμβανες
    • 2. αίσθημα του δικαίου, δικαιοσύνη (αντ. της λ. θέμις=θεία δίκη)
    • ΣΟΦ Αντ 1270 οἴμ΄ ὡς ἔοικας ὀψὲ τὴν δίκην ἰδεῖν { αλίμονο, πόσο αργά βλέπεις τη δικαιοσύνη! }
    • ΗΣ Εργ 213 ὦ Πέρση͵ σὺ δ΄ ἄκουε δίκης μηδ΄ ὕβριν ὄφελλε { μα, ω Πέρση, άκουε συ τη δικαιοσύνη και μη συνδαυλίζεις την αδικία }
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1253a ἡ γὰρ δίκη πολιτικῆς κοινωνίας τάξις ἐστίν
    • ως επίρρημα δίκῃ, σύν δίκῃ, μετὰ δίκης, κατά δίκην (αντ. παρὰ δίκην)
    • ΘΟΥΚ 1.145.1 δίκῃ δὲ κατὰ τὰς ξυνθήκας ἑτοῖμοι εἶναι διαλύεσθαι περὶ τῶν ἐγκλημάτων ἐπὶ ἴσῃ καὶ ὁμοίᾳ
    • ΣΟΦ Αντ 23 Ἐτεοκλέα μέν, ὡς λέγουσι, σὺν δίκῃ/ χρῆσθαι δικαιῶν καὶ νόμῳ
    • ΠΛ Νομ 643e ἄρχειν τε καὶ ἄρχεσθαι ἐπιστάμενον μετὰ δίκης
    • προσωποποίηση
    • ΗΣ Εργ 256 ἡ δέ τε παρθένος ἐστὶ Δίκη͵ Διὸς ἐκγεγαυῖα͵...γηρύετ΄ ἀνθρώπων ἀδίκων νόον { υπάρχει κάποια παρθένος, η Δικαιοσύνη, κόρη του Δία,...και του μηνάει των άδικων ανθρώπων την καρδιά }
    • ΣΟΦ Τραχ 808 ὧν σε ποίνιμος Δίκη τείσαιτ΄ Ἐρινύς τε
    • ΠΛ Νομ 717d πᾶσι γὰρ ἐπίσκοπος τοῖς περὶ τὰ τοιαῦτα ἐτάχθη Δίκης Νέμεσις ἄγγελος
    • 3. δίκη για ιδιωτική υπόθεση σε αντ. με τη λ. γραφή=δίκη για δημόσιο έγκλημα ή δημόσια καταγγελία
    • ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 56.6 γραφαὶ δὲ καὶ δίκαι λαγχάνονται πρὸς αὐτόν { οι καταγγελίες και οι αγωγές, για τις οποίες αρμόδιος είναι ο άρχοντας }
    • ΛΥΣ 1.44 οὔτε γὰρ συκοφαντῶν γραφάς με ἐγράψατο͵...οὔτε ἰδίας δίκας ἐδικάζετο
    • δικαστήριο, η διαδικασία της δίκης, εκδίκαση υπόθεσης
    • ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.268 οὔτε γὰρ εἰς ἀγορὴν ἔρχεται οὔτε δίκας
    • δικαστική απόφαση
    • ΑΙΣΧ Ευμ 433 ἀλλ΄ ἐξέλεγχε͵ κρῖνε δ΄ εὐθεῖαν δίκην
    • φρ. δίκην ὑπέχω=υποβάλλομαι σε δίκη, δίκην ὀφλισκάνειν (ὀφλεῖν) ὑπό τινος=καταδικάζομαι από κπ., δίκην διώκειν=είμαι κατήγορος σε κάποια δίκη, δίκην φεύγειν=είμαι κατηγορούμενος σε δίκη, δίκας δοῦναι=υποβάλλω κπ. σε δίκη, σε διαιτησία, λαγχάνειν τινι δίκην=καταγγέλλω κπ., τον σέρνω στο δικαστήριο, δίκην δικάζειν, δικάζεσθαι, διαλύειν, εἰσάγειν, εἰσάγεσθαι
    • ΘΟΥΚ 1.28.2 δίκας ἤθελον δοῦναι ἐν Πελοποννήσῳ παρὰ πόλεσιν αἷς ἂν ἀμφότεροι ξυμβῶσιν { ήταν πρόθυμοι να το βάλουνε στην κρίση όποιων πόλεων της Πελοποννήσου θα συμφωνούσαν και οι δυο για διαιτητές }
    • ΔΗΜ 54.41 ὑβρισθεὶς τὴν δίκην διώκειν
    • ΛΥΣ 23.3 ἑτέρας δίκας τὰς μὲν φεύγοι τὰς δ΄ ὠφλήκοι παρὰ τῷ πολεμάρχῳ͵ ἔλαχον καὶ ἐγώ
    • ΠΛ Απολ 39b νῦν ἐγὼ μὲν ἄπειμι ὑφ᾽ ὑμῶν θανάτου δίκην ὀφλών
    • ΞΕΝ Συμπ 4.10 εἰ μὲν τοίνυν μὴ καλός εἰμι, ὡς οἴομαι, ὑμεῖς ἂν δικαίως ἀπάτης δίκην ὑπέχοιτε
    • φρ. δίκαι ὕβρεως, φόνου,βλάβης, θανάτου, ἱεροσυλίας κτλ. δίκαι ἴδιαι, δημόσιαι, ἐμπορικαὶ κτλ.
    • ΛΥΣ 26.12 φόνου δίκας δικάζοντα
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1267b περὶ ὧν γὰρ αἱ δίκαι γίνονται͵ τρία ταῦτ΄ εἶναι τὸν ἀριθμόν͵ ὕβριν βλάβην θάνατον
    • ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 59.5 εἰσάγουσι δὲ καὶ δίκας ἰδίας͵ ἐμπορικὰς καὶ μεταλλικάς͵ καὶ δούλων
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΙΚΗ >
    • Η λέξη πιθανώς συνδέεται με το ρήμα δείκνυμι (=καταδεικνύω, σχεδιάζω), το οποίο εξηγεί την ευρεία αρχική σημασία της λέξης (=τρόπος, χρήση).
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο3
    • δωρ. δίκα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δικαιολογία, δικαιοπράγημα 'δίκαιη πράξη', δικαιοπραγία 'δίκαιη διαγωγή ή πράξη', δικαιοσύνη, δικαιότης, δικαίωμα 'πράξη δικαιοσύνης, επανόρθωση αδικήματος, τιμωρία, αξίωση, απαίτηση', δικαίωσις 'απονομή δικαιοσύνης', δικαιωτήριον 'κολαστήριο, τόπος τιμωρίας', δικαστήριον, δικαστηρίδιον (υποκοριστικό του δικαστήριον), δικαστής, δικαστήρ 'δικαστής', δικίδιον 'μικρή δίκη', δικογραφία 'σύνθεση δικανικών λόγων', δικογράφος, δικολύμης 'συκοφάντης', δικορραφία, δικορράφος, καταδίκη, δικασπόλος 'δικαστής', εὐθυδικία 'η δίκη που είναι άμεση και σχετική με την ουσία της υπόθεσης', φιλοδικία, ἀναδικία 'ανανέωση δίκης', ἐκδικαστής 'τιμωρός, εκδικητής', ἐπιδικασία 'η διαδικασία για την απόκτηση ή κατοχή κληρονομιάς', συνδικαστής, συνδικία 'συνηγορία, υπεράσπιση', σύνδικος 'συνήγορος', ἀδίκημα, ἀδικία, ἀδικομαχία, διαδικασία 'κρίση', διαδίκασμα 'το αντικείμενο της διαδικασίας'
      • ρήματα: δικαιόω 'επανορθώνω, διορθώνω', δικαιολογέομαι, δικαιοπραγέω 'ασκώ δικαιοσύνη', δικάζω, δικορραφέω 'συναρμολογώ, εφευρίσκω δίκες', καταδικάζω, φιλοδικέω, ἀντιδικάζομαι 'κινώ δίκη εναντίον κάποιου που έχει κινήσει δίκη εναντίον μου', ἐκδικάζω 'ολοκληρώνω τη δίκη, διεξάγω τη δίκη μέχρι τέλους', ἐπιδικάζω 'με δικαστική απόφαση αποδίδω σε κάποιον περιουσία', συνδικάζω 'δικάζω από κοινού', συνδικέω 'ενεργώ ως συνήγορος', ἀδικέω, προσδικάζομαι 'δικάζομαι μαζί με κάποιον άλλο', ὑπερδικέω 'συνηγορώ υπέρ κάποιου'
      • επίθετα: δικαιολογικός, δικηφόρος 'τιμωρός', δικανικός, δικαστικός, βαρύδικος, εὐθύδικος 'αυτός που δικάζει δίκαια', πάνδικος, φιλόδικος 'αυτός που αγαπά τις δίκες', φιλοδίκαιος 'αυτός που αγαπά τη δικαιοσύνη', δωσίδικος 'αυτός που παραδίδει τον εαυτό του στη δικαιοσύνη', ἀνάδικος 'αυτός που δικάζεται ξανά', ἀντίδικος 'κατηγορούμενος', ἔκδικος 'παράνομος, άδικος', ἔνδικος 'ορθός, δίκαιος', ἐπίδικος 'αμφισβητούμενος ενώπιον του νόμου', ἀδίκαστος 'αυτός που δεν έχει δικασθεί', ἀδικητέον, ἀδικόμαχος 'ατίθασος', ἀδικομήχανος 'αυτός που μηχανεύεται αδικία', ἄδικος, πρόδικος 'αυτός που δικάζεται πρώτος', ὑπέρδικος 'ο υπερβολικά δίκαιος'
      • επιρρήματα: δικογραφικῶς, πανδίκως, ἐκδίκως, ἐνδίκως, συνδίκως, ἀδικάστως, δικαιολογικῶς, δικανικῶς, ὑπερδίκως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. ἐκδίκαξις 'εκδίκηση', ιων. ἀδικίη 'αδικία'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: δικαιοδοσία 'η απονομή του δικαίου', δικαιοδότης 'δικαστής', δικαιοκρισία, δικαιοκρίτης, δικαιοκτόνος 'αυτός που σκοτώνει τους δίκαιους', δικαιοπραγμοσύνη 'δίκαιη διαγωγή ή πράξη', δικαιωτής 'δικαστής, κριτής', δικασμός, δικηγορία, δικηγόρος, δίκησις 'εκδίκησις', δικοδίφης 'αυτός που αναζητά δίκες', δικολέκτης 'δικηγόρος', δικολόγος 'δικηγόρος', δικομήτρα 'αυτή που γεννά, προκαλεί δίκες', φιλοδικαστής 'αυτός που αγαπά να είναι δικαστής', ἀντιδικία 'φιλονικία, έριδα', ἐκδίκημα 'εκδίκηση', ἐκδίκησις 'εκδίκηση', ἐκδικητής 'αυτός που παίρνει εκδίκηση', ἐκδικεῖον 'δικαστήριον', ἀδικασία 'αδικία', ἀδίκευσις 'αδικία', ἀδίκησις 'αδικία', ἀδικητής, ἀδικοδοξία 'άδικη ιδέα, κακός σκοπός', ἀδικοπράγημα 'άδικη πράξη', δικασπολία 'δίκη', διάδικος 'ο καθένας από τους αντιπάλους στο δικαστήριο', προδικία 'το δικαίωμα να δικαστεί κάποιος πρώτος', συνδικασία 'κοινή διαδικασία, δίκη'
      • ρήματα: δικαιοδοτέω, δικαιονομέω 'απονέμω δικαιοσύνη', δικηγορέω 'συνηγορώ στο δικαστήριο', δικομαχέω 'επιδιώκω τη διεξαγωγή κάποιας δίκης', ἀναδικάζω 'δικάζω εκ νέου', ἐκδικέω 'εκδικούμαι, τιμωρώ', ἀδικοδοξέω 'επιζητώ δόξα με άδικα μέσα', ἀδικομαχέω 'μάχομαι με άδικο τρόπο', ἀδικοπραγέω 'πράττω κάτι άδικα', δικασπολέω 'δικάζω', διαδικέω (δια-δικέω) 'διαγωνίζομαι στο δικαστήριο', διαδικέω (δι-αδικέω) 'βλάπτω', προδικάζω 'δικάζω εκ των προτέρων', προδικαιόω 'δικαιώνω εκ των προτέρων', προδικέω 'είμαι προστάτης κάποιου', προσδικάζω 'κρίνω ως δικαστής ότι κάτι ανήκει σε κάποιον', ὑπερδικάζω 'υπερασπίζω, συνηγορώ', ὑπερδικαιόω 'τιμωρώ με αυστηρότητα'
      • επίθετα: δικαιοδοτικός, δικαιόμετρος 'αυτός που έχει ορθό, ακριβές μέτρο', δικαιονόμος 'αυτός που απονέμει δικαιοσύνη', δικαιόσυνος 'επίθετο του Δία ως φύλακα της δικαιοσύνης', δικαϊκός 'αυτός που είναι σύμφωνος με τη δικαιοσύνη', εὐθυδικόφρων 'αυτός που σκέφτεται ορθά δικαστικά', ἐκδικητικός, ἐπιδικάσιμος 'αυτός που απαιτεί κάποιος γιατί θεωρεί ότι του ανήκει', ἀδικαιοδότητος 'αυτός που δεν μπορεί να τύχει καμιάς δικαιοσύνης', ἀδικαιολόγητος, ἀδικητικός, ἀδικοπήμων 'αυτός που ενεργεί αντίθετα στο δίκαιο και βλάπτει τους άλλους', ἀδικοπραγής, ἀδικότροπος, ἀδικοχρήματος 'αυτός που έχει χρήματα που έχουν αποκτηθεί άδικα'
      • επιρρήματα: ἀδικητικῶς, δικαστικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %δικ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δικαγωγέω, δικαγωγία, δικαγώγιμος, δικαιογνωστικός, δικαιόγραφον, δικαιοδιδάσκαλος, δικαιοδόχος, δικαιοκάπηλος, δικαιοκρατία, δικαιολογήσιμος, δικαιολόγησις, δικαιολογητικός, δικαιολόγοι 'αυτοί που γράφουν ή μιλούν για το δίκαιο', δικαιονομείον 'δικαστήριον', δικαιονομικός, δικαιοπάροχος, δικαιοπνικτικός, δικαιοπολίτης, δικαιοπολιτικός, δικαιοπραγμονέω, δικαιοπραξίαι, δικαιοσοφία, δικαιοστάσιον, δικαιοσύμβουλος, δικαιούχος, δικαιοφανής, δικαιόφιλος, δικαιοφρονέστατος, δικαιοφροσύνη, δικανικότης, δικανομαχίαι, δικαστηριακός, δικαστίνα, δικαστοκρατία, δικηγορείον, δικηγορικοπολιτικός, δικηγορίσκος, δικηγοροεπιδημία, δικηγοροκρατία, δικηγορομανής, δικηγοροπλημμύρα, δικολαβικός, δικόγραφα, δικογραφικός, δικολογικός, δικομανής, δικομαχίαι, δικονομικός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %δικ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %δικ%