Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • διάφορος
    • επίθετο
    • -ος, -ον
    • διαφόρως
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. διαφορετικός, ανόμοιος, αλλιώτικος 2. αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ., ασύμφωνος, ενάντιος, εχθρικός |με δοτ. |με γεν. 3. αυτός που διαφέρει, εξέχων, σημαντικός Β. |ως ουσ. τὸ διάφορον, τὰ διάφορα 1. διαφορά, διάκριση, ανομοιότητα 2. αλλαγή, μετάπτωση της τύχης 3. διαφωνία, διένεξη 4. δαπάνη, κατανάλωση ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. διαφορετικά, με διαφορετικό τρόπο 2. καλύτερα, ανώτερα |διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
    • 1. διαφορετικός, ανόμοιος, αλλιώτικος
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1018a διάφορα δὲ λέγεται ὅσ΄ ἕτερά ἐστι τὸ αὐτό τι ὄντα͵ μὴ μόνον ἀριθμῷ ἀλλ΄ ἢ εἴδει ἢ γένει ἢ ἀναλογίᾳ { διάφορα ονομάζονται όσα είναι έτερα, ενώ συγχρόνως είναι τα ίδια, όχι μόνον κατ' αριθμόν, αλλά και κατ' είδος, κατά γένος και κατ' αναλογίαν }
    • ΕΥΡ ΙΑυλ 558 διάφοροι δὲ φύσεις βροτῶν͵ διάφοροι δὲ τρόποι
    • ΘΟΥΚ 8.96.5 διάφοροι γὰρ πλεῖστον ὄντες τὸν τρόπον͵ οἱ μὲν ὀξεῖς͵ οἱ δὲ βραδεῖς͵ καὶ οἱ μὲν ἐπιχειρηταί͵ οἱ δὲ ἄτολμοι
    • 2. αυτός που βρίσκεται σε αντιδικία με κπ., ασύμφωνος, ενάντιος, εχθρικός
    • ΛΥΣ 7.18 ἐμοὶ τοίνυν τούτων οἱ μὲν φίλοι οἱ δὲ διάφοροι περὶ τῶν ἐμῶν τυγχάνουσιν ὄντες
    • ΞΕΝ Αγησ 7.3 ὃς καὶ πρὸς τοὺς διαφόρους ἐν τῇ πόλει ὥσπερ πατὴρ πρὸς παῖδας προσεφέρετο
    • με δοτ.
    • ΘΟΥΚ 2.2.3 τὴν Πλάταιαν αἰεὶ σφίσι διάφορον οὖσαν ἔτι ἐν εἰρήνῃ
    • ΠΛ Πρωτ 337b ἐρίζουσιν δὲ οἱ διάφοροί τε καὶ ἐχθροὶ ἀλλήλοις
    • με γεν.
    • ΔΗΜ 29.15 οὐ γὰρ ἔχει λόγον τὸν ἑαυτοῦ διάφορον
    • ΙΣΑΙΟΣ 12.10 οὗτοι δὲ ταῦτα ἀκηκοότες παρὰ τῶν τούτου διαφόρων ἢ αὐτοὶ πλάττοντες λέγουσι { αυτοί ακούγοντας από τους εχθρούς του ή οι ίδιοι πλάθοντας ιστορίες τις αναφέρουν }
    • 3. αυτός που διαφέρει, εξέχων, σημαντικός
    • ΘΟΥΚ 4.3.3 τῷ δὲ διάφορόν τι ἐδόκει εἶναι τοῦτο τὸ χωρίον ἑτέρου μᾶλλον { υποστήριζε ότι η τοποθεσία αυτή είναι κάπως διαφορετική και ανώτερη από κάθε άλλη }
    • ΠΛ Πολιτ 272c εἴ...ᾔσθετό τι διάφορον τῶν ἄλλων εἰς συναγυρμὸν φρονήσεως { εάν...μπορούσε κάποιος να αντιληφθεί κάτι παραπάνω από τους άλλους για να πλουτίσει τη σοφία }
    • Β.
    • ως ουσ. τὸ διάφορον, τὰ διάφορα
    • 1. διαφορά, διάκριση, ανομοιότητα
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1054b τὸ δὲ διάφορον τινὸς τινὶ διάφορον͵ ὥστε ἀνάγκη ταὐτό τι εἶναι ᾧ διαφέρουσιν { το διάφορον όμως είναι διάφορον από κάτι και κατά κάτι, ώστε είναι αναγκαίο να υπάρχει ένα με σταθερή ταυτότητα καθορισμένο πράγμα, που τα κάνει να διαφέρουν }
    • ΕΥΡ Ικετ 612 διάφορα πολλὰ θεῶν βροτοῖσιν εἰσορῶ
    • ΙΣΑΙΟΣ 11.47 ἆρα μικρὰ τὰ διάφορα ἑκατέροις τῆς οὐσίας ἡμῶν ἐστιν { άραγε είναι μικρή η διαφορά μεταξύ των περιουσιών μας; }
    • 2. αλλαγή, μετάπτωση της τύχης
    • ΘΟΥΚ 7.75.7 { γιατί τούτη ήταν η μεγαλύτερη μετατροπή της κατάστασής τους, που έτυχε ποτέ σε ελληνικό στρατό }
    • 3. διαφωνία, διένεξη
    • ΘΟΥΚ 1.78.4 τὰ δὲ διάφορα δίκῃ λύεσθαι κατὰ τὴν ξυνθήκην
    • ΞΕΝ Απομν 2.3.5 εἰ μέν͵ ὦ Σώκρατες͵ μὴ μέγα εἴη τὸ διάφορον { εάν, Σωκράτη, δεν ήταν μεγάλη η διαφορά μας }
    • 4. δαπάνη, κατανάλωση
    • ΑΡΙΣΤ ΑρΚακ 1251b πλέον βλάπτονται τῷ μὴ κατὰ καιρὸν ποιεῖσθαι τὸ διάφορον
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. διαφορετικά, με διαφορετικό τρόπο
    • ΑΡΙΣΤ Ακουσ 800a παρὰ τὸ τὸν ἀέρα διαφόρως ἐκπέμπειν αὐτοὺς ἐκ τοῦ στόματος
    • ΘΟΥΚ 6.18.7 ἥκιστα διαφόρως πολιτεύωσιν
    • ΠΛ Ιων 531b περὶ τῶν διαφόρως λεγομένων ἠπίστω ἂν ἐξηγεῖσθαι;
    • 2. καλύτερα, ανώτερα
    • ΔΗΜ 24.196 οὔτ΄ ἄλλως πρᾶος καὶ φιλάνθρωπος σύ τις τῶν ἄλλων διαφόρως ὢν ἐλεεῖς αὐτούς
    • διαφόρως ἔχειν=διαφέρειν
    • ΠΛ Τιμ 63d ταῦτ΄ οὖν δὴ διαφόρως ἔχειν αὐτὰ πρὸς αὑτὰ
    • ΔΗΜ 53.9 διὰ τὸ διαφόρως ἔχειν τῷ Φορμίωνι καὶ ἀποστερεῖσθαι ὑπ΄ αὐτοῦ τὴν οὐσίαν
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΙΑΦΕΡΩ >
    • Από: διαφορ- (< φερ-) + -ος.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε2
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: φορά 'μεταφορά, τροχιά, κίνηση', φόρος, φορεύς 'αυτός που μεταφέρει', φόρημα 'το φερόμενο, φορτίο, βάρος', φέρμα 'φορτίο, καρπός της κοιλιάς, προϊόν της γης', φερνή 'ό,τι φέρνει η σύζυγος στον άντρα, προίκα', φέρτρον 'φέρετρο', ὁ φώρ 'κλέφτης', διαφορά, διαφορότης, καρποφορία, θεοφορία, τελεσφορία, μισθοφορία, μισθοφορά, συμφορά, καταφέρεια, κατωφέρεια, περιφέρεια, ὀϊστός 'βέλος', οἰσοφάγος
      • ρήματα: φέρω, φορέω, διαφέρω, διαφορέω, ἀεθλοφορέω, θεοφορέομαι, τελεσφορέω, καρποφορέω, πυροφορέω, μισθοφορέω, καταφέρομαι, περιφέρομαι
      • επίθετα: φορός 'αυτός που ωθεί προς τα μπρος, ευνοϊκός, εύφορος', φορητός, φέριστος 'γενναιότατος', φέρτερος, φερτός, ἄφερτος 'ανυπόφορος', διάφορος, φερέασπις, φερένικος, φερέγγυος, φέροικος 'αυτός που κουβαλά το σπίτι του', φερέπονος, φερέσβιος 'αυτός που είναι πηγή ζωής', ἀεθλοφόρος, βουληφόρος, θεοφόρος, λαοφόρος, λεωφόρος, πυροφόρος, τελεσφόρος, φαρετροφόρος, μισθοφόρος, ἐμφερής, παρεμφερής, καταφερής, κατωφερής, περιφερής, οἰστός 'υποφερτός, ανεκτός', αὐτόφωρος
      • επιρρήματα: φοράδην 'με μεγάλη ορμή', διαφόρως 'ανόμοια, εχθρικά, υπέροχα'
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ηλεία Λοκρ. Φωκίδ. φάρω
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: φορεῖον, φόρετρον 'δαπάνες της μεταφοράς', φόρεμα, φόρημα 'το φερόμενο, φορτίο, βάρος', φόρησις 'το φορείν, το φέρεσθαι', φόρεσις 'ενδυμασία', φορεσία 'ενδυμασία', φέρετρον
      • ρήματα: φορετρίζω 'φορτώνω'
      • επίθετα: φορικός, φοράς 'εύφορη, γόνιμη', φορητέος, φόριμος 'καρποφόρος, γόνιμος', κατάφωρος
      • επιρρήματα: φορηδόν 'σηκωτά, κουβαλητά'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • φορογραφή, φοροδάνεια, φοροδοσία, φοροθεσία, φορολόγησις, φορολογικώς, φοροσυλλέκτης, φοροταξία, φοροφοβία, φερέδοξος, φέρελπις, φερεγγυότης, φερεκίνδυνος, φερετροποιείον, φερετροποιός, φερέφωνον, αυτοφωρία, οισοφαγικός, οισοφαγοσκόπησις, οϊστοβολέω, οϊστόβλητος, διαφορετικότης
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Καλ. Καππ. Πόντ. φοραίνω 'ντύνω, ντύνομαι', Ίμβρ. φουραίνου, Καππ. φορόνω, Απουλ. φορόννω, Καππ. φοραινίσκω, Καλ. φοραίννομαι, Πόντ. φορίδιν, φορίδ᾽ 'υποζύγιο, σχοινί', Κέρκ. φορτίκι 'ζώο που σηκώνει βάρος, γάιδαρος', Θράκ. φιρνή 'φερνή, προίκα', Κεφαλλ. τα παράφερνα 'έπιπλα', Πόντ. φέρονος 'ο φέρων', Ήπ. φουρίζου 'κλέβω', Πελοπ. ᾽τόφωρος 'αυτόφωρος'