Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • διαφθείρω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ 1. καταστρέφω, διαλύω, αφανίζω, εξολοθρεύω |κυριολ. 2. πλήττω, ζημιώνω, χαλάω |μτφ. |αλλοιώνω, παραποιώ, νοθεύω, δωροδοκώ, εξαπατώ |βλάπτω, φθείρω, καταστρέφω, ατιμάζω |με ηθική σημασία Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. πλήττομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι, πεθαίνω |κυριολ. 2. καταβάλλομαι, συντρίβομαι, χάνομαι |μτφ. |φθείρομαι, καταστρέφομαι |με ηθική σημασία

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟ
    • 1. καταστρέφω, διαλύω, αφανίζω, εξολοθρεύω
    • κυριολ.
    • ΗΡ 1.36 ὑὸς χρῆμα μέγιστον ἀνεφάνη ἡμῖν ἐν τῇ χώρῃ͵ ὃς τὰ ἔργα διαφθείρει
    • ΘΟΥΚ 1.54.2 Κερκυραῖοι δὲ τριάκοντα ναῦς μάλιστα διαφθείραντες
    • ΔΗΜ 21. 22 ἐπεχείρησε διαφθείρειν τὸν στέφανον καὶ τὸ ἱμάτιον
    • 2. πλήττω, ζημιώνω, χαλάω
    • μτφ.
    • ΙΣΟΚΡ 4.133 καὶ τὴν ἡμετέραν αὐτῶν χώραν διαφθείρομεν͵ ἀμελήσαντες τὴν Ἀσίαν καρποῦσθαι
    • ΠΛ Πρωτ 338d μὴ διαφθείρειν τὴν συνουσίαν
    • ΕΥΡ Ελ 884 Κύπρις δὲ νόστον σὸν διαφθεῖραι θέλει
    • αλλοιώνω, παραποιώ, νοθεύω, δωροδοκώ, εξαπατώ
    • ΙΣΟΚΡ 17.12 ὡς ἐγὼ καὶ Μενέξενος διαφθείραντες καὶ πείσαντες αὐτὸν...ἓξ τάλαντ' ἀργυρίου λάβοιμεν παρ' αὐτοῦ
    • ΠΛ Κριτων 52c οὔτε ἡμῶν τῶν νόμων ἐντρέπῃ͵ ἐπιχειρῶν διαφθεῖραι
    • ΔΗΜ 24.212 ἐάν τις τὸ νόμισμα διαφθείρῃ
    • βλάπτω, φθείρω, καταστρέφω, ατιμάζω
    • με ηθική σημασία
    • ΞΕΝ Συμπ 8.20 ὁ δὲ πείθων τὴν τοῦ ἀναπειθομένου ψυχὴν διαφθείρει
    • ΙΣΟΚΡ 15.30 ὡς διαφθείρω τοὺς νεωτέρους
    • ΠΛ Νομ 683e ἐάν τις τὴν βασιλείαν αὐτῶν διαφθείρῃ
    • ΛΥΣ 1.4 τὴν γυναῖκα τὴν ἐμὴν καὶ ἐκείνην τε διέφθειρε
    • Β. ΠΑΘΗΤΙΚΟ
    • 1. πλήττομαι, καταστρέφομαι, αφανίζομαι, πεθαίνω
    • κυριολ.
    • ΘΟΥΚ 4.113.2 οἱ μέν τινες ὀλίγοι διαφθείρονται ἐν χερσὶν αὐτῶν
    • ΙΣΟΚΡ 11.12 τοὺς δ΄ ὑπὸ καυμάτων διαφθειρομένους
    • ΑΙΣΧΙΝ 1.102 πρεσβύτης διεφθαρμένος τοὺς ὀφθαλμούς
    • ΠΛ Φαιδ 77b τότε καὶ αὐτὴν (τὴν ψυχήν) τελευτᾶν καὶ διαφθείρεσθαι;
    • ΑΡΙΣΤ Προβλ 901 τούτου δὲ συμβαίνοντος εἰκότως ἡ φωνὴ διαφθείρεται
    • 2. καταβάλλομαι, συντρίβομαι, χάνομαι
    • μτφ.
    • ΗΡ 1.80 διέφθαρτό τε τῷ Κροίσῳ ἡ ἐλπίς
    • ΙΣΟΚΡ 1.32 ἥ τε ψυχὴ πολλὰ σφάλλεται διαφθαρείσης τῆς διανοίας
    • ΠΛ Κριτων 50b αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν ἀλλὰ ὑπὸ ἰδιωτῶν ἄκυροί τε γίγνωνται καὶ διαφθείρωνται;
    • ΣΟΦ Αντ 1228 τίνα νοῦν ἔσχες; ἐν τῷ συμφορᾶς διεφθάρης;
    • φθείρομαι, καταστρέφομαι
    • με ηθική σημασία
    • ΙΣΟΚΡ 5.124 διεφθαρμένους ὑπὸ τῆς τρυφῆς
    • ΠΛ Ευθυφ 2c οἶδε τίνα τρόπον οἱ νέοι διαφθείρονται καὶ τίνες οἱ διαφθείροντες αὐτούς
    • ΔΗΜ 18. 45 διαφθειρομένων ἐπὶ χρήμασι
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: διά + φθείρω.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ13.2
    • διαφθείρω, διέφθειρον, διαφθερῶ, διέφθειρα, διέφθαρκα και διέφθορα
    • διαφθείρομαι, διεφθειρόμην, διαφθεροῦμαι, -, διέφθαρμαι, διεφθάρμην
    • παθ. μέλλ. διαφθαρήσομαι, παθ. αόρ. διεφθάρην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: φθορά, φθορία 'διαφθορά, βλάβη, κακός σκοπός', φθόρος 'φθορά', φθείρ (αρσ.) 'η ψείρα', διαφθορά, διαφθορεύς, ἀλληλοφθορία
      • ρήματα: θυμοφθορέω 'καταστρέφω την ψυχή', προδιαφθείρω, προσδιαφθείρω, συνδιαφθείρω
      • επίθετα: φθόριος 'καταστρεπτικός', φθαρτικός, φθαρτός, φθειριστικός 'η τέχνη να μαζεύει κανείς και να σκοτώνει ψείρες', φθειρώδης 'ψειριάρης', ἀνδροφθόρος, βροτοφθόρος, διαφθαρτικός 'καταστρεπτικός', εὐδιάφθαρτος, εὐδιάφθορος, 'αυτός που φθείρεται εύκολα', θυμοφθόρος, κυματοφθόρος, λινοφθόρος, οἰκοφθόρος, πολεμοφθόρος, πολυφθόρος, ἀδιάφθαρτος, ἀδιάφθορος, ἄφθαρτος
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • αρκαδ. φθήρω, αιολ. θρέρρω, δωρ. φθαίρω, ιων. φθορή 'φθορά'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: φθορεῖον 'φάρμακο που φέρνει φθορά', φθορεύς, φθοροποιΐα, φθάρμα 'φθορά, διαφθορά', φθειρίασις 'ψείριασμα', φθειριασμός, φθειρισμός, φθειροκομίδης 'αυτός που είναι γεμάτος ψείρες', ἀνεμοφθορία 'η φθορά που προξενείται από τον άνεμο', ἁλιφθορία 'η καταστροφή στη θάλασσα, το ναυάγιο', παιδοφθορία, συνδιαφθορά, ἀφθορία, ἀφθαρσία, ἀδιαφθορία
      • ρήματα: φθοροποιέω 'επιφέρω βλάβη, φθορά', φθειριάω 'ψειριάζω', φθειρίζω 'αναζητώ και σκοτώνω ψείρες', φθειροκτονέω, ἁλιφθερόω, ἀλληλοφθορέω, παιδοφθορέω, ἐνδιαφθείρω 'καταστρέφω μέσα', ἐπιδιαφθείρω, καταδιαφθείρω 'κατασπαταλώ', ὑποδιαφθείρω 'αρχίζω να διαφθείρω'
      • επίθετα: φθορικός 'ολέθριος, καταστρεπτικός', φθοριμαῖος 'αυτός που έχει καταστρεπτικές ιδιότητες', φθόριμος 'καταστρεπτικός', φθοροεργός 'φθοροποιός', φθοροκτόνος, φθοροποιός, φθορώδης 'μολυσμένος', φθαρτοποιός, φθειράριος 'ψειριάρης', φθειρόβρωτος, φθειροποιός, φθειροφόρος, φρειροφάγος, φθερσίβροτος 'αυτός που καταστρέφει τους ανθρώπους', φθερσιγενής 'αυτός που καταστρέφει το γένος', ἄφθορος, ἁλιφθόρος, ἀλληλοφθόρος, αἱμόφθορος, ἀνεμόφθορος, δυσδιάφθαρτος, κακόφθαρτος, κακοφθόρος, λαοφθόρος, μητροφθόρος, παιδοφθόρος, ψυχοφθόρος
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • φθάρσιμον, φθαρτικότης, φθαρτότης, φθειρόλαος 'αυτός που φθείρει το λαό', φθορικόν οξύ, φθοριοπυριτικός, φθορισμός, φθόριον, φθοριούχος
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Χίος Κύπ. φτείρω, Οθ. φτείρνομαι 'φθείρω, χαλώ', Ικαρ. Πελοπ. Ζάκ. φτορά 'φθορά', Καλ. Λυκ. Πόντ. φτείρα, Καππ. φτείρος, Απουλ. φτείρο, ττείρο, Καλ. στείρα, θτείρα, ττείρα, Καππ. φτείρι, φτειρ᾽, φτσείρ᾽ 'ψείρα', Καππ. φτειρίζω, φτσειρίζω, φτειριανίσκω, Κύπ. φτερίζω 'ψειρίζω', Πόντ. φτειρώ, φτειράζω, Καππ. φτειριάζω, Κύπ. φτειρκάζω 'ψειριάζω'