Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • διαφέρω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ 1. περνώ τον καιρό μου, ζω |χρόνος 2. μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις, διαχέω, διασκορπίζω |τόπος |περνώ, διασχίζω 3. υπομένω, αντέχω μέχρι τέλους 4. ρίχνω αρνητική ψήφο, ψηφίζω καταδικαστικά Β. ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ 1. διαφέρω, είμαι διαφορετικός, ανόμοιος |με γεν. συγκρ. |με γεν. συγκρ. και αιτ. αναφ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό 2. διακρίνομαι, υπερέχω |με δοτ. αναφ. |με εμπρόθετο προσδιορισμό |με γεν. συγκρ. και αιτ. αναφ. |με απρφ. |σε αρνητικές προτάσεις: είμαι κατώτερος |διαφέρει, υπάρχει διαφορά |απρόσωπη σύνταξη διαφέρει |με ενδιαφέρει, με νοιάζει |με δοτ. προσ. |φρ. τὸ διαφέρον, τὰ διαφέροντα=το συμφέρον, τα συμφέροντα Γ. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ 1. ανταγωνίζομαι, μάχομαι, διαφωνώ |με δοτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό 2. διαχωρίζω, διίσταμαι (απόψεις, θεωρίες), αντ. του συμφέρομαι=προσεγγίζω, συμφωνώ |φιλοσοφία

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α. ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ
    • 1. περνώ τον καιρό μου, ζω
    • χρόνος
    • ΗΡ 3.40 καὶ οὕτω διαφέρειν τὸν αἰῶνα ἐναλλὰξ πρήσσων ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα
    • ΕΥΡ Ρησ 600 ὃς εἰ διοίσει νύκτα τήνδ΄ ἐς αὔριο
    • ΣΟΦ Αι 511 σοῦ διοίσεται μόνος { θα περάσει τη ζωή του χωρίς εσένα }
    • 2. μεταφέρω προς διάφορες κατευθύνσεις, διαχέω, διασκορπίζω
    • τόπος
    • ΔΗΜ 61.46 εἰς ἅπαντας τὴν ἐκείνου μνήμην διενεγκεῖν
    • ΞΕΝ Οικ 9.9 εἰς τὰς χώρας τὰς προσηκούσας ἕκαστα διηνέγκαμεν { φέραμε και τοποθετήσαμε το καθένα στις θέσεις που του ταίριαζαν }
    • ΕΥΡ Ικετ 382 ὑπηρετεῖς πόλει τε κἀμοὶ διαφέρων κηρύγματα { υπηρετείς την πόλη και τον ίδιο μένα εδώ κι εκεί μαντάτα μεταφέροντας }
    • περνώ, διασχίζω
    • ΘΟΥΚ 8.8.3 διαφέρειν δὲ τὸν Ἰσθμὸν τὰς ἡμισείας τῶν νεῶν πρῶτον
    • 3. υπομένω, αντέχω μέχρι τέλους
    • ΘΟΥΚ 6.54.5 τοὺς πολέμους διέφερον { υπέμεναν τους πολέμους }
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 320 ῥᾷστα γὰρ τὸ σόν τε σὺ κἀγὼ διοίσω τοὐμόν { πιο εύκολα και οι δυο μας τη μοίρα θα αντέξουμε }
    • ΕΥΡ Ιππ 1143 δάκρυσιν διοίσω πότμον ἄποτμον { κι εγώ τη μοίρα μου άμοιρα με δάκρυα θα υπομένω }
    • 4. ρίχνω αρνητική ψήφο, ψηφίζω καταδικαστικά
    • ΗΡ 4.138 ἦσαν δὲ οὗτοι οἱ διαφέροντές τε τὴν ψῆφον { να ποιοι ήταν αυτοί που με την ψήφο τους έγινε δεκτή η αντίθετη πρόταση }
    • ΕΥΡ Ορ 48 κυρία δ΄ ἥδ΄ ἡμέρα ἐν ἧι διοίσει ψῆφον Ἀργείων πόλις { τούτη είναι η μέρα η προσδιορισμένη που θα ψηφίσει η πόλη των Αργείων (εάν πρέπει να θανατωθούμε) }
    • Β. ΑΜΕΤΑΒΑΤΟ
    • 1. διαφέρω, είμαι διαφορετικός, ανόμοιος
    • με γεν. συγκρ.
    • ΞΕΝ Απομν 1.2.50 τί διαφέρει μανίας ἀμαθία
    • ΑΝΔ 3.11 εἰρήνη γὰρ καὶ σπονδαὶ πολὺ διαφέρουσι σφῶν αὐτῶν
    • με γεν. συγκρ. και αιτ. αναφ.
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 503 οὐδὲν διοίσεις Χαιρεφῶντος τὴν φύσιν { καθόλου δεν θα διαφέρεις από τον Χαιρεφώντα στο χαρακτήρα }
    • ΠΛ Πρωτ 329c ὥσπερ τὰ τοῦ χρυσοῦ μόρια οὐδὲν διαφέρει τὰ ἕτερα τῶν ἑτέρων { όπως τα μόρια του χρυσού που σε τίποτε δεν διαφέρουν το ένα από το άλλο }
    • με εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΞΕΝ Ιερ 1.2 διαφέρει ὁ τυραννικός τε καὶ ὁ ἰδιωτικὸς βίος εἰς εὐφροσύνας τε καὶ λύπας ἀνθρώποις
    • ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 486a22 τὰ δὲ ταὐτὰ μέν ἐστιν͵ διαφέρει δὲ καθ΄ ὑπεροχὴν καὶ ἔλλειψιν
    • 2. διακρίνομαι, υπερέχω
    • ΕΥΡ Εκ 599 ἆρ΄ οἱ τεκόντες διαφέρουσιν ἢ τροφαί;
    • με δοτ. αναφ.
    • ΙΣΟΚΡ 10.14
    • με εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΙΣΟΚΡ 10.12 τῶν διαφερόντων ἐπ΄ ἀρετῇ
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.1.6 τοσοῦτον διήνεγκεν εἰς τὸ ἄρχειν ἀνθρώπων
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτ 1279a ἕνα μὲν γὰρ διαφέρειν κατ΄ ἀρετὴν ἢ ὀλίγους ἐνδέχεται { γιατί ένας μόνο ή λίγοι είναι ενδεχόμενο να υπερβαίνουν τους άλλους στην αρετή }
    • με γεν. συγκρ. και αιτ. αναφ.
    • ΘΟΥΚ 2.39.1 διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν ἐναντίων τοῖσδε
    • με απρφ.
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 3.4.33 πολὺ γὰρ διέφερεν ἐκ χώρας ὁρμῶντας ἀλέξασθαι ἢ πορευομένους ἐπιοῦσι τοῖς πολεμίοις μάχεσθαι
    • ΞΕΝ Απομν 3.11.14 τηνικαῦτα γὰρ πολὺ διαφέρει τὰ αὐτὰ δῶρα ἢ πρὶν ἐπιθυμῆσαι διδόναι { διότι υπό τέτοιους όρους είναι πολύ ανώτερο τα ίδια δώρα να δίνεις παρά πριν τα επιθυμήσουν }
    • σε αρνητικές προτάσεις: είμαι κατώτερος
    • ΞΕΝ Οικ 20.17 τὸ δὲ δὴ ἐᾶν ῥᾳδιουργεῖν δι΄ ὅλης τῆς ἡμέρας τοὺς ἀνθρώπους ῥᾳδίως τὸ ἥμισυ διαφέρει τοῦ ἔργου παντός { εύκολα φαίνεται πόσο κατώτερη είναι η μισή δουλειά από όλο το έργο }
    • διαφέρει, υπάρχει διαφορά
    • απρόσωπη σύνταξη διαφέρει
    • ΕΥΡ Τρ 1248 δοκῶ δὲ τοῖς θανοῦσι διαφέρειν βραχὺ εἰ πλουσίων τις τεύξεται κτερισμάτων { πιστεύω πως μικρή διαφορά έχει για τους νεκρούς αν θα 'χουν πλούσια εντάφια δώρα }
    • ΠΛ Πολ 467c ἀλλὰ σμικρὸν οἴει διαφέρειν { θεωρείς ότι υπάρχει μικρή διαφορά }
    • με ενδιαφέρει, με νοιάζει
    • με δοτ. προσ.
    • ΑΝΤΙΦ 5.13 ἐμοὶ εἰ μηδὲν διέφερε στέρεσθαι τῆσδε τῆς πόλεως
    • ΠΛ Πρωτ 316b ἡμῖν μέν͵ ἦν δ΄ ἐγώ͵ οὐδὲν διαφέρε { δεν μας νοιάζει καθόλου, απάντησα }
    • ΗΡ 1.85 οὐδέ τί οἱ διέφερε πληγέντι ἀποθανεῖν { γιατί διόλου δεν τον ένοιαζε να πληγωθεί και να πεθάνει }
    • φρ. τὸ διαφέρον, τὰ διαφέροντα=το συμφέρον, τα συμφέροντα
    • ΘΟΥΚ 1.70.1 ἄλλως τε καὶ μεγάλων τῶν διαφερόντων καθεστώτων { και για άλλους λόγους, και γιατί πρόκειται και για πολύ μεγάλα συμφέροντα }
    • ΑΝΔΟΚ 4.19 ὅταν τις ἐπιστάμενος τὰ διαφέροντα παραβαίνειν τολμᾷ
    • ΘΟΥΚ 6.92.5 αὐτοὺς νῦν νομίσαντας περὶ μεγίστων δὴ τῶν διαφερόντων βουλεύεσθαι
    • Γ. ΜΕΣΟ και ΠΑΘΗΤΙΚΟ
    • 1. ανταγωνίζομαι, μάχομαι, διαφωνώ
    • με δοτ. και εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΗΡ 1.173 διενειχθέντων δὲ ἐν Κρήτῃ περὶ τῆς βασιληίης τῶν Εὐρώπης παίδων Σαρπηδόνος τε καὶ Μίνω
    • ΘΟΥΚ 5.31.1 διαφερόμενοι γὰρ ἐτύγχανον τοῖς Λακεδαιμονίοις περὶ Λεπρέου
    • ΞΕΝ Οικ 17.4 πολλοὶ ἤδη διαφέρονται͵ ὦ Σώκρατες͵ περὶ τοῦ σπόρου
    • 2. διαχωρίζω, διίσταμαι (απόψεις, θεωρίες), αντ. του συμφέρομαι=προσεγγίζω, συμφωνώ
    • φιλοσοφία
    • ΠΛ Σοφ 242e διαφερόμενον γὰρ ἀεὶ συμφέρεται, φασὶν αἱ συντονώτεραι τῶν Μουσῶν { «οι αντιθέσεις δημιουργούν κάθε φορά την ενότητα» λένε οι αυστηρότερες από τις Μούσες }
    • ΑΡΙΣΤ Ποιητ 1451a οὕτως ὥστε μετατιθεμένου τινὸς μέρους ἢ ἀφαιρουμένου διαφέρεσθαι καὶ κινεῖσθαι τὸ ὅλον { ώστε αν μετατεθεί ή αφαιρεθεί κάποιο μέρος, να διαχωρίζεται και να μετατοπίζεται το όλον }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: διά + φέρω.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ρ12
    • διαφέρω, διέφερον, διοίσω, διήνεγκα, αόρ. β' διήνεγκον, διενήνοχα, διενηνόχειν
    • διαφέρομαι, διεφερόμην, διοίσομαι, διηνεγκάμην, διενήνεγμαι, διενηνέγμην
    • παθ. μέλλ. διενεχθήσομαι, παθ. αόρ. διηνέχθην
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: φορά 'μεταφορά, τροχιά, κίνηση', φόρος, φορεύς 'αυτός που μεταφέρει', φόρημα 'το φερόμενο, φορτίο, βάρος', φέρμα 'φορτίο, καρπός της κοιλιάς, προϊόν της γης', φερνή 'ό,τι φέρνει η σύζυγος στον άντρα, προίκα', φέρτρον 'φέρετρο', ὁ φώρ 'κλέφτης', διαφορά, διαφορότης, καρποφορία, θεοφορία, τελεσφορία, μισθοφορία, μισθοφορά, συμφορά, καταφέρεια, κατωφέρεια, περιφέρεια, ὀϊστός 'βέλος', οἰσοφάγος
      • ρήματα: φέρω, φορέω, διαφέρω, διαφορέω, ἀεθλοφορέω, θεοφορέομαι, τελεσφορέω, καρποφορέω, πυροφορέω, μισθοφορέω, καταφέρομαι, περιφέρομαι
      • επίθετα: φορός 'αυτός που ωθεί προς τα μπρος, ευνοϊκός, εύφορος', φορητός, φέριστος 'γενναιότατος', φέρτερος, φερτός, ἄφερτος 'ανυπόφορος', διάφορος, φερέασπις, φερένικος, φερέγγυος, φέροικος 'αυτός που κουβαλά το σπίτι του', φερέπονος, φερέσβιος 'αυτός που είναι πηγή ζωής', ἀεθλοφόρος, βουληφόρος, θεοφόρος, λαοφόρος, λεωφόρος, πυροφόρος, τελεσφόρος, φαρετροφόρος, μισθοφόρος, ἐμφερής, παρεμφερής, καταφερής, κατωφερής, περιφερής, οἰστός 'υποφερτός, ανεκτός', αὐτόφωρος
      • επιρρήματα: φοράδην 'με μεγάλη ορμή', διαφόρως 'ανόμοια, εχθρικά, υπέροχα'
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ηλεία Λοκρ. Φωκίδ. φάρω
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: φορεῖον, φόρετρον 'δαπάνες της μεταφοράς', φόρεμα, φόρημα 'το φερόμενο, φορτίο, βάρος', φόρησις 'το φορείν, το φέρεσθαι', φόρεσις 'ενδυμασία', φορεσία 'ενδυμασία', φέρετρον
      • ρήματα: φορετρίζω 'φορτώνω'
      • επίθετα: φορικός, φοράς 'εύφορη, γόνιμη', φορητέος, φόριμος 'καρποφόρος, γόνιμος', κατάφωρος
      • επιρρήματα: φορηδόν 'σηκωτά, κουβαλητά'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • φορογραφή, φοροδάνεια, φοροδοσία, φοροθεσία, φορολόγησις, φορολογικώς, φοροσυλλέκτης, φοροταξία, φοροφοβία, φερέδοξος, φέρελπις, φερεγγυότης, φερεκίνδυνος, φερετροποιείον, φερετροποιός, φερέφωνον, αυτοφωρία, οισοφαγικός, οισοφαγοσκόπησις, οϊστοβολέω, οϊστόβλητος, διαφορετικότης
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Καλ. Καππ. Πόντ. φοραίνω 'ντύνω, ντύνομαι', Ίμβρ. φουραίνου, Καππ. φορόνω, Απουλ. φορόννω, Καππ. φοραινίσκω, Καλ. φοραίννομαι, Πόντ. φορίδιν, φορίδ᾽ 'υποζύγιο, σχοινί', Κέρκ. φορτίκι 'ζώο που σηκώνει βάρος, γάιδαρος', Θράκ. φιρνή 'φερνή, προίκα', Κεφαλλ. τα παράφερνα 'έπιπλα', Πόντ. φέρονος 'ο φέρων', Ήπ. φουρίζου 'κλέβω', Πελοπ. ᾽τόφωρος 'αυτόφωρος'