Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • διάνοια
    • ουσιαστικό
    • -ας
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. σκέψη, μυαλό, νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα) 2. (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις, δόξα, φαντασία, νοῦς) σκέψη, νοητική ικανότητα, πνεύμα, ευφυία, επινοητικότητα Β. 1. σκέψη, γνώμη, ιδέα, πρόθεση, σκοπός 2. (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας Γ. σημασία λέξης ή φράσης, ερμηνεία, νόημα, κρίση

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. σκέψη, μυαλό, νους (σε αντιδιαστολή προς το σῶμα)
    • ΙΣΟΚΡ 1.41 πολλοῖς γὰρ ἡ γλῶττα προτρέχει τῆς διανοίας
    • ΠΛ Νομ 683c γενώμεθα δὴ ταῖς διανοίαις ἐν τῷ τότε χρόνῳ { με το μυαλό μας ας πάμε στην εποχή εκείνη }
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1270b ὥσπερ καὶ σώματος͵ καὶ διανοίας γῆρας
    • 2. (ως νοητική διαδικασία σε αντιδιαστολή προς τα αἴσθησις, δόξα, φαντασία, νοῦς) σκέψη, νοητική ικανότητα, πνεύμα, ευφυία, επινοητικότητα
    • ΘΟΥΚ 1.138.1 βασιλεὺς δέ͵ ὡς λέγεται͵ ἐθαύμασέ τε αὐτοῦ τὴν διάνοιαν
    • ΑΝΤΙΦ 1.28 θαυμάζω δὲ ἔγωγε τῆς τόλμης τοῦ ἀδελφοῦ καὶ τῆς διανοίας
    • ΠΛ Πολ 529d ἃ δὴ λόγῳ μὲν καὶ διανοίᾳ ληπτά͵ ὄψει δ΄ οὔ { όσα γίνονται αντιληπτά με τη λογική και τη νόηση, κι όχι με την όραση }
    • ΠΛ Θεαιτ 170b οὐκοῦν τὴν μὲν σοφίαν ἀληθῆ διάνοιαν ἡγοῦνται͵ τὴν δὲ ἀμαθίαν ψευδῆ δόξαν;
    • ΑΡΙΣΤ ΑτοΓρα 968a ταχίστη δ΄ ἡ τῆς διανοίας κίνησις
    • Β.
    • 1. σκέψη, γνώμη, ιδέα, πρόθεση, σκοπός
    • ΑΝΔΟΚ 4.35 νομίζω δὲ καὶ τὸν θέντα τὸν νόμον ταύτην τὴν διάνοιαν ἔχειν
    • ΘΟΥΚ 1.144.1 μᾶλλον γὰρ πεφόβημαι τὰς οἰκείας ἡμῶν ἁμαρτίας ἢ τὰς τῶν ἐναντίων διανοίας
    • ΙΣΟΚΡ 1.50 εἰ δὲ δεῖ θνητὸν ὄντα τῆς τῶν θεῶν στοχάσασθαι διανοίας
    • 2. (κατά ποιόν μέρος της τραγωδίας) ιδέες και σκέψεις που εκφράζουν τα πρόσωπα της τραγωδίας
    • ΑΡΙΣΤ Ποιητ 1450b τρίτον δὲ ἡ διάνοια· τοῦτο δέ ἐστιν τὸ λέγειν δύνασθαι τὰ ἐνόντα καὶ τὰ ἁρμόττοντα { ...το να δύναται να λέγει κάποιο πρόσωπο όσα δύνανται να λεχθούν και όσα αρμόζουν στην περίσταση }
    • Γ. σημασία λέξης ή φράσης, ερμηνεία, νόημα, κρίση
    • ΠΛ Ιων 530d οὐδεὶς...ἔσχεν εἰπεῖν οὕτω πολλὰς καὶ καλὰς διανοίας περὶ Ὁμήρου ὅσας ἐγώ
    • ΑΡΙΣΤ Ψυχ 404a ἔοικε δὲ καὶ τὸ παρὰ τῶν Πυθαγορείων λεγόμενον τὴν αὐτὴν ἔχειν διάνοιαν
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΙΑΝΟΕΩ >
    • Από: διανο-+ -ια.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο2.1
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: νόος, εὔνοια, ἄνοια 'ανοησία, μωρία', ἀγχίνοια 'οξύτητα του νου, ευφυία', διάνοια, δύσνοια 'εχθρική διάθεση, δυσμένεια', ὁμόνοια, ἔκνοια 'παράνοια', ἔννοια 'η ενέργεια της σκέψης, η σκέψη, ο λογισμός', πρόνοια, νουθεσία, νουθέτημα, νουθέτησις
      • ρήματα: νοέω, εὐνοέω, εὐνοΐζομαι, ἀντευνοέω 'ευνοώ αυτούς που έχουν ευνοϊκή διάθεση προς εμένα', νουθετέω
      • επίθετα: εὐνοϊκός, νουβυστικός 'συνετός, έξυπνος, ευφυής', νουθετητικός, νουθετικός, ἀγχίνοος, ἄνοος, ἀνόητος, ἀνοήμων, δύσνοος, ἀντίνοος 'αυτός που έχει αντίθετο χαρακτήρα', ἁμαρτίνοος 'αυτός που έχει νου που σφάλλει', ἔννοος, θηλύνοος, κρυψίνοος, κακόνοος, κουφόνοος 'ελαφρόμυαλος', πρόνοος, σύννοος, ὑψηλόνοος
      • επιρρήματα: εὐνοϊκῶς, νουβυστικῶς, νουνεχόντως 'φρόνιμα, συνετά', ὁμονόως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: εὐνόησις, νοότης 'η νοητικότητα', ἀνοησία, νουθετισμός
      • ρήματα: νοόω, ἀγχινοέω, ἀνοηταίνω, δυσνοέω 'έχω κακή διάθεση, διάκειμαι εχθρικά'
      • επίθετα: εὐνοητικός, εὐνόητος, δυσνόητος, ἀερσίνοος 'μεγαλόφρων, υπερήφανος', ἀμερσίνοος 'αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα', ἀμφίνοος 'συνετός, πολύτροπος', ἀριστόνοος, αὐτόνοος 'ισχυρογνώμων, επίμονος', βραδύνοος, ἔκνοος 'ανόητος, άφρων', ἐλαφρόνοος, εὐθύνοος, εὐρύνοος, θελξίνοος, κλεψίνοος, νοοσφαλής, νοοποιός, νοόπληκτος 'αυτός που παραλύει το νου', νοοπλανής, νοοβλαβής, νοόπλαγκτος 'παράφρονας', νοοειδής 'νοητός', νοοσύνθετος, νοήρης 'αυτός που έχει νου', νουνεχής 'ο εχέφρων', ὁμόνοος, παχύνοος 'ανόητος', σύμπνοος, τερψίνοος, ὑπόνοος
      • επιρρήματα: εὐνόως, εὐνοητικῶς, νουνεχῶς, νοοειδῶς, κουφονόως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • νοογνώστης, νοοκρατικός, νοολογία 'η συστηματική μελέτη της ανθρώπινης νόησης και των οργάνων που χρησιμοποιούνται κατά τη νοητική διαδικασία, η φιλοσοφία του νου', νοολογικός, νοομαντεία 'η ικανότητα του ατόμου να μαντεύει τις σκέψεις των άλλων', νοομάντης, νοοσύγχυσις, νοοπαίγνιον, νοημοσύνη, νοητικότης, δύσνους
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Απουλ. Λευκ. Πόντ. νόημα 'σημασία, νόημα', Ίμβρ. νόημα 'νεύμα', Πόντ. νόημαν 'νεύμα', Απουλ. νόηση 'εξυπνάδα, νοημοσύνη', νογητικόν (ουδ.) 'διαγνωστικό, γνωστικό'
      • Από το ουσιαστικό νόος προέρχεται το ρήμα νοέω, το οποίο με τη σειρά του γεννά μια πλειάδα όρων, όπως νόημα, νόησις, νοήμων κ.λ.π. Τα τελευταία δε συμπεριλαμβάνονται στη συγκεκριμένη οικογένεια, που περιορίζεται στις λέξεις που σχετίζονται άμεσα με το ουσιαστικό νόος.