Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δίαιτα
    • ουσιαστικό
    • -ης
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή, την ένδυση, τη διαβίωση 2. τα απαραίτητα για την επιβίωση, γεύμα, τρόφιμα |τρόπος διατροφής, ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς, δίαιτα |ιατρική 3. κατοικία, τόπος διαμονής |φωλιά ζώου Β. διαιτησία, επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόσωπο |δικανικός όρος

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. τρόπος ζωής ως προς τη διατροφή, την ένδυση, τη διαβίωση
    • ΘΟΥΚ 7.69.2 πατρίδος τε τῆς ἐλευθερωτάτης ὑπομιμνῄσκων καὶ τῆς ἐν αὐτῇ ἀνεπιτάκτου πᾶσιν ἐς τὴν δίαιταν ἐξουσίας { τους θύμισε ότι είχαν την πιο ελεύθερη πατρίδα, όπου ο καθένας μπορούσε να ακολουθήσει, χωρίς εξαναγκασμό, τον τρόπο ζωής που ήθελε }
    • ΠΛ Πολ 373a ταῦτα γὰρ δή τισιν͵ ὡς δοκεῖ͵ οὐκ ἐξαρκέσει͵ οὐδὲ αὕτη ἡ δίαιτα
    • ΑΙΣΧΙΝ 3.170 τρίτον σώφρονα καὶ μέτριον χρὴ πεφυκέναι αὐτὸν πρὸς τὴν καθ΄ ἡμέραν δίαιταν
    • 2. τα απαραίτητα για την επιβίωση, γεύμα, τρόφιμα
    • ΘΟΥΚ 7.74.1 ἀναλαβόντες δὲ αὐτὰ ὅσα περὶ τὸ σῶμα ἐς δίαιταν ὑπῆρχεν { παίρνοντας μαζί τους τα αναγκαία για τη συντήρησή τους }
    • ΞΕΝ Απομν 1.3.3 καὶ πρὸς φίλους δὲ καὶ ξένους καὶ πρὸς τὴν ἄλλην δίαιταν
    • ΠΛ Νομ 762c πρῶτον μὲν δὴ καθ΄ ἑκάστους τοὺς τόπους εἶναι συσσίτια͵ ἐν οἷς κοινῇ τὴν δίαιταν ποιητέον ἅπασιν
    • τρόπος διατροφής, ειδικό πρόγραμμα διατροφής για θεραπευτικούς σκοπούς, δίαιτα
    • ιατρική
    • ΠΛ Χαρμ 156c διαίταις ἐπὶ πᾶν τὸ σῶμα τρεπόμενοι { ρυθμίζουν δίαιτα για όλο το σώμα }
    • 3. κατοικία, τόπος διαμονής
    • ΠΛ Συμπ 196a χρόας δὲ κάλλος ἡ κατ΄ ἄνθη δίαιτα τοῦ θεοῦ σημαίνει { η παραμονή του θεού στα άνθη δίνει την ομορφιά του χρώματος }
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 7.5.68 τούτους ἐνόμισε μάλιστ΄ ἂν ἀγαπᾶν τὴν παρ΄ αὑτῷ δίαιταν
    • ΘΟΥΚ 1.135.3 ἔτυχε γὰρ ὠστρακισμένος καὶ ἔχων δίαιταν μὲν ἐν Ἄργει
    • φωλιά ζώου
    • ΑΡΙΣΤ Κοσμ 398b δῆλον γὰρ ὅτι τὸ μὲν νηκτὸν ἁλόμενον εἰς τὴν ἑαυτοῦ δίαιταν ἐκνήξεται
    • Β. διαιτησία, επίλυση διαφορών μεταξύ δύο πλευρών από τρίτο πρόσωπο
    • δικανικός όρος
    • ΙΣΟΚΡ 18.4 καὶ περὶ τῶν ἐγκλημάτων ψευδόμενον͵ καὶ προσέτι δίαιταν ἡμῖν γεγενημένην περὶ αὐτῶν
    • ΔΗΜ 21.93 οὐκ ἀπαντήσαντα Μειδίαν ἐπὶ τὴν δίαιταν { δεν παρουσιάστηκε στη διαιτησία ο Μειδίας }
    • ΠΛ Νομ 766d καθάπερ ἐν ταῖς διαίταις͵ οὐκ ἄν ποτε ἱκανὸς γένοιτο περὶ τὴν τῶν δικαίων κρίσιν
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΙΑΙΤΑΩ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο2.2α
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: διαίτημα 'τρόπος ζωής ή διατροφής', διαίτησις, διαιτητήριον 'τα προς κατοίκηση δωμάτια του σπιτιού', διαιτητής 'αυτός που κρίνει ή λύνει διαφορές', συνδιαιτητής
      • ρήματα: ἀποδιαιτάω 'αθωώνω κάποιον ως διαιτητής', ἐκδιαιτάομαι 'μεταβάλλω τις συνήθειες της ζωής μου', ἐνδιαιτάομαι 'κατοικώ σε έναν τόπο', καταδιαιτάω 'εκφέρω ως διαιτητής κρίση εναντίον κάποιου', συνδιαιτάομαι 'συγκατοικώ'
      • επίθετα: διαιτηματώδης 'αυτός που θεραπεύεται με δίαιτα', διαιτητικός, διαιτήσιμος 'αυτός που ανήκει στο διαιτητή ή στη διαιτησία', ἁβροδίαιτος 'αυτός που έχει πολυτελή και πολυδάπανη ζωή', εὐδίαιτος 'αυτός που ζει με εγκράτεια', ἰσοδίαιτος 'αυτός που έχει όμοιο τρόπο ζωής με κάποιον άλλον'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: διαιτοχορηγία 'σίτιση', διαίτωμα, διαιτάριος, διαιτάρχης 'ο οικονόμος', ἁβροδίαιτα, ἐκδιαίτησις 'η μεταβολή των συνηθειών', ἐνδιαίτημα, ἐνδιαίτησις, ὁμοδίαιτα, προδιαίτησις, συνδιαίτημα, συνδιαίτησις
      • ρήματα: ἁβροδιαιτάομαι, προδιαιτάω 'ετοιμάζω με δίαιτα', παραδιαιτάομαι 'τρέφομαι με κάποιον άλλον, κατοικώ κοντά'
      • επίθετα: ἀγροδίαιτος 'αυτός που ζει στους αγρούς', δυσδιαίτητος 'αυτός για τον οποίο είναι δύσκολο να αποφασίσει κάποιος', εὐδιαίτητος 'αυτός για τον οποίο είναι εύκολο να εκφέρει κανείς γνώμη', ὀλιγοδίαιτος, ὁμοδίαιτος 'αυτός που ζει μαζί με άλλους', σκληροδίαιτος, συνδίαιτος
      • επιρρήματα: ἁβροδιαίτως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • διαιτησία, διαιτολόγιον, διαιτολόγοι, συνδιαιτητικός
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ