Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δῆμος
    • ουσιαστικό
    • -ου
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. |για τόπο 1. εδαφική έκταση που κατοικείται, περιοχή, χώρα 2. διοικητική περιφέρεια, εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα), κώμη Β. |για πρόσωπα 1. οι κάτοικοι μιας περιοχής, ο πληθυσμός |ο λαός, το πλήθος, αντ. βασιλεύς, εὐδαίμονες, δυνατοί |κοινωνία 2. οι δημοκρατικοί, αντ. οἱ ὀλίγοι |πολιτική |η δημοκρατία, το δημοκρατικό πολίτευμα |η συνέλευση του λαού, ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • για τόπο
    • 1. εδαφική έκταση που κατοικείται, περιοχή, χώρα
    • ΗΣ Θεογ 477 πέμψαν δ΄ ἐς Λύκτον͵ Κρήτης ἐς πίονα δῆμον { ...στην εύφορη χώρα της Κρήτης }
    • ΟΜ Οδ 4.666 νῆα ἐρυσσάμενος κρίνας τ΄ ἀνὰ δῆμον ἀρίστους { ...αφού διάλεξε τους καλύτερους από τη χώρα }
    • 2. διοικητική περιφέρεια, εδαφικό διαμέρισμα (στην αρχαία Αθήνα), κώμη
    • ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 21.4 καὶ δημότας ἐποίησεν ἀλλήλων τοὺς οἰκοῦντας ἐν ἑκάστῳ τῶν δήμων
    • ΙΣΟΚΡ 7.46 ἀλλὰ διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας͵ τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους
    • ΑΝΔΟΚ 1.97 ὀμόσαι δ΄ Ἀθηναίους ἅπαντας καθ΄ ἱερῶν τελείων͵ κατὰ φυλὰς καὶ κατὰ δήμους
    • Β.
    • για πρόσωπα
    • 1. οι κάτοικοι μιας περιοχής, ο πληθυσμός
    • ΑΙΣΧ Ικ 488 ὑμῖν δ΄ ἂν εἴη δῆμος εὐμενέστερος
    • ΕΥΡ Ικ 350 ἀλλὰ τοῦ λόγου προσδοὺς ἔχοιμ΄ ἂν δῆμον εὐμενέστερον
    • ο λαός, το πλήθος, αντ. βασιλεύς, εὐδαίμονες, δυνατοί
    • κοινωνία
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Βατρ 779 μὰ Δί΄͵ ἀλλ΄ ὁ δῆμος ἀνεβόα κρίσιν ποεῖν ὁπότερος εἴη τὴν τέχνην σοφώτερος
    • ΘΟΥΚ 6.60.1 ὦν ἐνθυμούμενος ὁ δῆμος ὁ τῶν Ἀθηναίων
    • ΠΛ Πολιτ 298c συλλέξαι δ΄ ἐκκλησίαν ἡμῶν αὐτῶν͵ ἢ σύμπαντα τὸν δῆμον ἢ τοὺς πλουσίους μόνον
    • 2. οι δημοκρατικοί, αντ. οἱ ὀλίγοι
    • πολιτική
    • ΘΟΥΚ 3.72.3 ὁ μὲν δῆμος ἐς τὴν ἀκρόπολιν καὶ τὰ μετέωρα τῆς πόλεως καταφεύγει
    • ΙΣΟΚΡ 16.26 κατήγαγον τὸν δῆμον καὶ τοὺς τυράννους ἐξέβαλον
    • η δημοκρατία, το δημοκρατικό πολίτευμα
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1294a ἀριστοκρατίας μὲν γὰρ ὅρος ἀρετή͵ ὀλιγαρχίας δὲ πλοῦτος͵ δήμου δ΄ ἐλευθερία
    • ΘΟΥΚ 8.86.1 ἀλλ΄ ἀποκτείνειν ἐβόων τοὺς τὸν δῆμον καταλύοντας
    • ΛΥΣ 6.30 καὶ τὸν ἄνδρα οὐ δῆμος͵ οὐκ ὀλιγαρχία͵ οὐ τύραννος͵ οὐ πόλις ἐθέλει δέξασθαι διὰ τέλους
    • η συνέλευση του λαού, ο λαός ως θεσμικό όργανο της πολιτείας
    • ΑΙΣΧ Ικ 601 δήμου δέδοκται παντελῆ ψηφίσματα
    • ΑΝΔΟΚ 4.3 ὃς ἐναντία τῷ ὅρκῳ τοῦ δήμου καὶ τῆς βουλῆς ἐνομοθέτησεν
    • ΛΥΣ 13.33 ὁμολογεῖ μὲν καὶ αὐτός͵ ὅμως δὲ καὶ τὸ ψήφισμα ὑμῖν τοῦ δήμου ἀναγνώσεται
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΗΜΟΣ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο7
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δήμευσις, δημηλασία 'εξορία', δημηγορία, δημηγόρος, δημαρχία, δήμαρχος, δημιουργία, δημοκρατία, δημοπίθηκος, δημότης, δημότις, ἀποδημία, ἐπιδήμησις, ἐπιδημία
      • ρήματα: δημαγωγέω-ῶ, δημαρχέω-ῶ, δημηγορέω-ῶ, δημεύω, δημιουργέω-ῶ, δημοκρατέομαι-οῦμαι, δημόομαι-οῦμαι 'τραγουδώ δημοφιλές τραγούδι', δημοσιεύω, δημοσιόω-ῶ, ἀποδημέω-ῶ, ἐπιδημέω-ῶ, ἐνδημέω-ῶ 'παραμένω σε έναν τόπο'
      • επίθετα: δημηγορικός, δημεραστής 'φίλος των ανθρώπων', δήμιος 'αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με το δήμο', δημιουργικός, δημόθροος 'αυτός που εκφράζεται από το λαό', δημόκραντος 'αυτός που επικυρώνεται από το λαό', δημοκρατικός, δημόλευστος 'λιθοβολημένος από το δήμο', δημοκοπικός, δημοῦχος, δημώδης, δημωφελής, ἀπόδημος, ἀποδημητικός, ἐπιδήμιος, ἐπίδημος 'αυτός που βρίσκεται στο σπίτι, σε ένα μέρος', ἔνδημος
      • επιρρήματα: δημόθεν 'με έξοδα του κράτους', δημοσίᾳ
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. δᾶμος, δωρ. δαμιωργός, δαμιουργός, δαμιοργός, ιων. δημιοργός, δωρ. δαμέτας, δαμότας, δωρ. δάμιος 'αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με το δήμο'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: δημιοεργείη 'δημιουργία', δημιουργεῖον 'χώρος εργασίας', δημιούργημα, δημοκόλαξ, δημοκοπία, δημοπράτης
      • ρήματα: δημεραστέω-ῶ 'είμαι φίλος των ανθρώπων', δημοκοπέω-ῶ
      • επίθετα: δημεχθής 'μισητός από τον κόσμο', δημοβόρος 'ο φονιάς των ανθρώπων', δημογέρων, δημοκηδής 'αυτός που νοιάζεται για, ευνοεί τους πολίτες ή τη δημοκρατία'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δημιουργικότης, δημογεροντία, δημοδιδασκαλείον, δημοκράται, δημοκρατικότης, δημοσιεύματα, δημοσιογράφος, δημοσιονομία, δημοσιότης, δημοτικισταί, δημοτικότης, δημοψήφισμα, αποδήμησις, αποδημητικότης, αποδημομανία, ενδημικότης, επιδημικότης, επιδημιολογία, επιδημιολόγος, δημοπρατέω-ώ, δημοποιέω-ώ 'κάνω κάποιον δημότη', δημογραφικός, δημοσιεύσιμος, δημοσιογραφικός, δημοσιονομικός, δημοφιλής, ενδημικός, δημοσιογραφικώς, ενδημικώς, επιδημικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Θήρα δήμιο 'ο άχρηστος άνθρωπος, αυτός που δεν αξίζει τίποτε', Κως ενdημιά 'επιδημία', Αντικ. αποδημίζω 'χαλώ (για φρούτα)'