Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • δῆλος
    • επίθετο
    • -η, -ον ή -ος, -ον
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. ορατός, φανερός 2. προφανής, πρόδηλος |φρ. δῆλός εἰμι=γίνομαι φανερός, αποδεικνύομαι |με μτχ. ή με ὡς και μτχ. |με ὅτι |φρ. δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό, αποδεικνύω |με μτχ. |φρ. απρόσ. δῆλόν ἐστι=είναι φανερό, αποδεικνύεται |φρ. δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή, προφανώς, φανερά |επιρρηματική ή παρενθετική χρήση

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. ορατός, φανερός
    • ΞΕΝ Κυν 8.1 τὰ ἴχνη ἔξω πολὺν χρόνον δῆλα
    • ΑΡΙΣΤ ΖΙστ 491b οὔθ΄ ὁρᾷ οὔτ΄ ἔχει (ὁ ἀσπάλαξ) εἰς τὸ φανερὸν δήλους ὀφθαλμούς
    • ΗΡ 4.11 παρὰ ποταμὸν Τύρην ἔτι δῆλός ἐστι ὁ τάφος
    • ΘΟΥΚ 1.93.5 καὶ ᾠκοδόμησαν τῇ ἐκείνου γνώμῃ τὸ πάχος τοῦ τείχους ὅπερ νῦν ἔτι δῆλόν ἐστι περὶ τὸν Πειραιᾶ
    • 2. προφανής, πρόδηλος
    • ΑΡΙΣΤ Ποιητ 1451b ἐπὶ μὲν οὖν τῆς κωμῳδίας ἤδη τοῦτο δῆλον γέγονεν
    • ΕΥΡ Ανδρ 834 δῆλα καὶ ἀμφιφανῆ καὶ ἄκρυπτα δεδράκαμεν πόσιν { φανερά κι ολοφάνερα κι άκρυφτα πράγματα στον άντρα μου έκανα }
    • ΟΜ Οδ 20.333 νῦν δ΄ ἤδη τόδε δῆλον͵ ὅ τ΄ οὐκέτι νόστιμός ἐστιν
    • φρ. δῆλός εἰμι=γίνομαι φανερός, αποδεικνύομαι
    • με μτχ. ή με ὡς και μτχ.
    • ΛΥΣ 24.3 δῆλός ἐστι φθονῶν
    • ΣΟΦ Φιλ 1011 δῆλος δὲ καὶ νῦν ἐστιν ἀλγεινῶς φέρων
    • ΘΟΥΚ 1.140.2 Λακεδαιμόνιοι δὲ πρότερόν τε δῆλοι ἦσαν ἐπιβουλεύοντες ἡμῖν
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ιππ 245 ὁ κονιορτὸς δῆλος αὐτῶν ὡς ὁμοῦ προσκειμένων
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 1.5.9 δῆλος ἦν Κῦρος ὡς σπεύδων πᾶσαν τὴν ὁδὸν
    • με ὅτι
    • ΠΛ Πολ 348e δῆλος εἶ ὅτι φήσεις αὐτὸ καὶ καλὸν καὶ ἰσχυρὸν εἶναι
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.4.2 δῆλος ἦν πᾶσιν ὅτι ὑπερεφοβεῖτο μή οἱ ὁ πάππος ἀποθάνῃ
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Ειρ 1048 δῆλός ἐσθ΄ οὗτός γ΄ ὅτι ἐναντιώσεταί τι ταῖς διαλλαγαῖς
    • φρ. δῆλον ποιεῖν=κάνω κάτι φανερό, αποδεικνύω
    • ΘΟΥΚ 6.34.4 δῆλον ποιῆσαι αὐτοῖς ὅτι οὐ περὶ τῆς Σικελίας πρότερον ἔσται ὁ ἀγὼν
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 3.5.17 οὐδὲν δῆλον ποιήσαντες ὅποι πορεύεσθαι ἔμελλον
    • ΠΛ Φαιδρ 265d δῆλον ποιῇ περὶ οὗ ἂν ἀεὶ διδάσκειν ἐθέλῃ
    • με μτχ.
    • ΗΡ 6.21 Ἀθηναῖοι μὲν γὰρ δῆλον ἐποίησαν ὑπεραχθεσθέντες τῇ Μιλήτου ἁλώσι
    • ΘΟΥΚ 3.64.1 δῆλόν τε ἐποιήσατε...οὐ μηδίσαντες
    • φρ. απρόσ. δῆλόν ἐστι=είναι φανερό, αποδεικνύεται
    • ΙΣΑΙΟΣ 8.18 ἐκ τούτων δῆλόν ἐστιν ὅτι ἦν ἡμῶν ἡ μήτηρ θυγάτηρ γνησία Κίρωνος
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 7.1.30 δῆλον ὡς οὐκ ἔστιν ἰσχυροτέρα φάλαγξ ἢ ὅταν ἐκ φίλων συμμάχων ἡθροισμένη ᾖ
    • ΠΛ Πολιτ 428b ἡ εὐβουλία͵ δῆλον ὅτι ἐπιστήμη τίς ἐστιν
    • φρ. δῆλον ή δῆλον ὅτι=δηλαδή, προφανώς, φανερά
    • επιρρηματική ή παρενθετική χρήση
    • ΘΟΥΚ 1.11.1
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 1.3.9 τὰ μὲν δὴ Κύρου δῆλον ὅτι οὕτως ἔχει πρὸς ἡμᾶς ὥσπερ τὰ ἡμέτερα πρὸς ἐκεῖνον
    • ΠΛ Πρωτ 345a τίς οὖν εἰς γράμματα ἀγαθὴ πρᾶξίς ἐστιν͵ καὶ τίς ἄνδρα ἀγαθὸν ποιεῖ εἰς γράμματα; δῆλον ὅτι ἡ τούτων μάθησις
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΔΗΛΟΣ >
    • Από: δηλ- (δέελ > δῆλ) + -ος.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε2β
    • επικ. δέελος
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: δήλωσις 'φανέρωση, υπόδειξη, εξήγηση', δήλωμα 'τρόπος, μέσο να δηλωθεί κάτι', ἀδηλότης
      • ρήματα: δηλόω, ἀδηλέω 'βρίσκομαι σε αβεβαιότητα', ἀδηλόω 'κάνω κάποιον αόρατο, διαγράφω', ἀποδηλόω 'φανερώνω', διαδηλόω 'φανερώνω εντελώς'
      • επίθετα: δῆλος, δέελος 'ορατός', ἄδηλος, ἀίδηλος 'αόρατος', διάδηλος 'εντελώς ευδιάκριτος', ἔκδηλος, ἔνδηλος 'φανερός, κατάδηλος', ἐπίδηλος 'ολοφάνερος', εὔδηλος 'ολοφάνερος', κατάδηλος, πρόδηλος, σύνδηλος, εὔδειλος 'καλά ορατός, φωτισμένος', εὐδείελος 'φανερός, ορατός από μακριά', δηλωτός, δηλωτικός
      • επιρρήματα: ἀδήλως, ἀιδήλως 'αόρατα', προδήλως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • αιολ. ζάδηλος 'διάδηλος, διαφανής'
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ρήματα: καταδηλόω, παραδηλόω 'φανερώνω πλαγίως, υπαινίσσομαι', προδηλόω, ὑποδηλόω 'δείχνω έμμεσα ή συγκαλυμμένα, υπαινίσσομαι'
      • επιρρήματα: δήλως, διαδήλως, ἐκδήλως, ἐνδήλως, ἐπιδήλως, εὐδήλως, καταδήλως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %δηλ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δηλοποίησις, δηλοποιητικόν, δηλωτικώς, δηλωτός, δηλώτρια, αδήλωτος, διαδήλωσις, διαδηλωταί, διαδηλωτάρχης, διαδηλωτκός, εκδήλωσις, εκδηλωτικός, καταδήλωσις
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %δηλ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %δηλ%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ήπ. Τήνος δηλιαίνω, Ήπ. δέλνω, Ήπ. το δηλωτικό 'κατάστιχο, μητρώο'
      • Το ιερό νησί των αρχαίων Ελλήνων, η Δήλος, ονομάστηκε έτσι γιατί φανερώθηκε ξαφνικά από τη θάλασσα για να βρει καταφύγιο και να γεννήσει η κυνηγημένη Λητώ.