Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • βία
    • ουσιαστικό
    • -ας
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α.σωματική δύναμη, ισχύς, σθένος, αλκή |με κύρ.όν. ή επίθ. σε γεν.=ο γενναίος..., ο ανδρείος... |πνευματική ικανότητα Β. κατάχρηση δύναμης, άσκηση βίας, εξαναγκασμός, βαρβαρότητα |ανάγκη, ώθηση, πίεση |εξωτερική δύναμη, όχι φυσική (αντ. φύσις) |επιστημ. |οργή |προσωποποίηση |ως επίρρημα βίᾳ, πρός βίαν, μετά βίας, ὑπό βίας, ἐκ βίας=δια της βίας, χωρίς τη θέληση κπ. |βίᾳ με γεν. |φρ. βίᾳ (αντ. ἑκών)

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.σωματική δύναμη, ισχύς, σθένος, αλκή
    • ΟΜ Ιλ 7.157 εἴθ΄ ὣς ἡβώοιμι͵ βίη δέ μοι ἔμπεδος εἴη { μονάχα να'μουν νέος και να είχα σταθερή τη δύναμή μου }
    • ΣΟΦ Αι 1335 μηδ΄ ἡ βία σε μηδαμῶς νικησάτω τοσόνδε μισεῖν ὥστε τὴν δίκην πατεῖν
    • ΑΡΙΣΤ ΑθΠολ 12.5 ὅσοι δὲ μείζους καὶ βίαν ἀμείνονες
    • με κύρ.όν. ή επίθ. σε γεν.=ο γενναίος..., ο ανδρείος...
    • ΑΙΣΧ ΕπτΘ 571 κακοῖσι βάζει πολλὰ Τυδέως βίαν { επιπλήττει επανειλημμένα με βαριά λόγια τον δυνατό Τυδέα }
    • ΣΟΦ Φιλ 314 τοιαῦτ΄ Ἀτρεῖδαί μ΄ ἥ τ΄ Ὀδυσσέως βία
    • ΟΜ Ιλ 11.690 ἐλθὼν γάρ ῥ΄ ἐκάκωσε βίη Ἡρακληείη
    • πνευματική ικανότητα
    • ΑΡΙΣΤ Ακουσ 804b διὰ τὸ πλῆθος καὶ τὴν βίαν τοῦ πνεύματος
    • Β. κατάχρηση δύναμης, άσκηση βίας, εξαναγκασμός, βαρβαρότητα
    • ΙΣΟΚΡ 14.24 ὑπὲρ τῶν ἰδίων κερδῶν καὶ τῆς αὑτῶν βίας λέγειν τολμῶσιν { τολμούν να μιλούν για τα δικά τους κέρδη και για τη βία που χρησιμοποιούν }
    • ΠΛ Νομ 711c τῷ τὴν τοιαύτην πειθὼ καὶ ἅμα βίαν εἰληφότι; { σ' αυτόν που χρησιμοποιεί τέτοιου είδους πειθώ και βία ταυτόχρονα }
    • ΛΥΣ 1.32 ἐάν τις ἄνθρωπον ἐλεύθερον ἢ παῖδα αἰσχύνῃ βίᾳ͵ διπλῆν τὴν βλάβην ὀφείλειν
    • ανάγκη, ώθηση, πίεση
    • ΣΟΦ Ηλ 256 ἀλλ΄ ἡ βία γὰρ ταῦτ΄ ἀναγκάζει με δρᾶν
    • ΑΡΙΣΤ Μηχ 854a πολλὴ γὰρ ἀφαιρεῖται ἰσχὺς ἡ τῆς φορᾶς καὶ βίας
    • εξωτερική δύναμη, όχι φυσική (αντ. φύσις)
    • επιστημ.
    • ΑΡΙΣΤ Ουρ 276a ἅπαντα γὰρ καὶ μένει καὶ κινεῖται καὶ κατὰ φύσιν καὶ βίᾳ
    • οργή
    • ΣΟΦ Φιλ 602 θεῶν βία καὶ νέμεσις, οἵπερ ἔργ' ἀμύνουσιν κακά;
    • προσωποποίηση
    • ΑΙΣΧ Πρ 168 Κράτος Βία τε
    • ως επίρρημα βίᾳ, πρός βίαν, μετά βίας, ὑπό βίας, ἐκ βίας=δια της βίας, χωρίς τη θέληση κπ.
    • ΕΥΡ Κυκλ 111 ἦ καὶ σὺ δεῦρο πρὸς βίαν ἀπεστάλης;
    • ΙΣΟΚΡ 4.40 μετὰ λόγου καὶ μὴ μετὰ βίας
    • ΞΕΝ Ελλ 6.3.8 ἀλλ΄ ὅπως δύνωνται βίᾳ κατέχειν τὰς πόλεις
    • ΘΟΥΚ 4.62.3 ἢ τῷ δικαίῳ ἢ βίᾳ πράξειν οἴεται
    • ΠΛ Πολ 537a μὴ τοίνυν βίᾳ͵ εἶπον͵ ὦ ἄριστε͵ τοὺς παῖδας ἐν τοῖς μαθήμασιν ἀλλὰ παίζοντας τρέφε
    • βίᾳ με γεν.
    • ΣΟΦ Αντ 60 εἰ νόμου βίᾳ ψῆφον τυράννων ἢ κράτη παρέξιμεν
    • φρ. βίᾳ (αντ. ἑκών)
    • ΑΡΙΣΤ ΗΕυδ 1224a ὁ δ᾽ ἐγκρατὴς ἐφ᾽ ἃ πέπεισται ἄγει, καὶ πορεύεται οὐ βίᾳ, ἀλλ᾽ ἑκών
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΒΙΑ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • 02.1
    • ιων. βίη
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: βιαιότης, βιασμός 'βία, παραβίαση', βιατάς 'ο ισχυρός, αυτός που επιβάλλεται βίαια'
      • ρήματα: βιάω, βιάζω 'πιέζω, αναγκάζω, ενεργώ με βία', ἀποβιάζω 'εκβιάζω, ωθώ προς τα πίσω, εξαναγκάζω', ἐκβιάζω 'διώχνω με τη βία', καταβιάζω 'υποτάσσω βίαια'
      • επίθετα: βίαιος 'ισχυρός, σφοδρός, βίαιος', βιαστικός 'επιβλητικός, βίαιος, εξαναγκαστικός', ἀντίβιος 'αυτός που αντιτάσσει βία εναντίον της βίας', ἀβίαστος, ἐναντίβιος 'αυτός που διάκειται εχθρικά', ὑπέρβιος 'υπερβολικά ισχυρός, άνομος, ακόλαστος'
      • επιρρήματα: βιαίως, ἀντιβίην, ἀβιάστως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. βίη
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: βιαστής, βιαιοθανασία 'βίαιος θάνατος', βιαιοκλώψ 'αυτός που κλέβει με βία', βιαιομάχος, ἐκβιαστής, παραβίασις, παραβιασμός
      • ρήματα: βιαιοθανατέω, βιαιομαχέω, βιαφορέω, ἀντιβιάζομαι 'μεταχειρίζομαι βία εναντίον της βίας', εἰσβιάζομαι 'εισέρχομαι με τη βία', παραβιάζω
      • επίθετα: βιαστός 'αυτός που γίνεται με βία', βιαιοθάνατος, ἀνεκβίαστος 'αυτός που δεν μπορεί κάποιος να τον εκβιάσει', δυσεκβίαστος
      • επιρρήματα: βιαστικῶς, ὑπερβίως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %βια%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • βιαιοπαθής, βιαιοπραγέω, βιαιοπραγία
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %βια%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %βια%
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. βία 'κύμα', Πόντ. βιαστός 'βιαστικός', Κύπ. βκιαστός 'βιαστικός'