Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἀποκτείνω
- ρήμα
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
1. σκοτώνω |θυσιάζω |για ζώα 2. καταδικάζω σε θάνατο, σκοτώνω μετά από δικαστική απόφαση 3. στεναχωρώ, προξενώ λύπη |μτφ.
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- 1. σκοτώνω
- ΘΟΥΚ 7.43.3 τὸ τείχισμα τῶν Συρακοσίων αἱροῦσι καὶ ἄνδρας τῶν φυλάκων ἀποκτείνουσιν
- ΕΥΡ ΗρΜαιν 988 ὦ φίλτατ΄͵ αὐδᾷ͵ μή μ΄ ἀποκτείνῃς͵ πάτερ· σός εἰμι͵ σὸς παῖς
- ΙΣΟΚΡ 14.35 τοὺς μὲν ἀποκτείναντες͵ τοὺς δ΄ ἐκ τῆς πόλεως ἐκβαλόντες διηρπάκασιν τὰς οὐσίας
- ΑΡΙΣΤΟΦ Σφ 166 πῶς ἄν σ΄ ἀποκτείναιμι; πῶς; δότε μοι ξίφος ὅπως τάχιστα
- θυσιάζω
- για ζώα
- ΗΡ 2.65 ὃς δ΄ ἂν ἶβιν ἢ ἴρηκα ἀποκτείνῃ͵ ἤν τε ἑκὼν ἤν τε ἀέκων͵ τεθνάναι ἀνάγκη
- 2. καταδικάζω σε θάνατο, σκοτώνω μετά από δικαστική απόφαση
- ΛΥΣ 13.87 οὐδεὶς φανήσεται ἀποκτείνας τοὺς ἄνδρας οὓς σὺ ἀπέγραψας
- ΠΛ Απολ 38c ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι͵ ὄνομα ἕξετε καὶ αἰτίαν ὑπὸ τῶν βουλομένων τὴν πόλιν λοιδορεῖν ὡς Σωκράτη ἀπεκτόνατε
- ΛΥΣ 12.67 Ἀντιφῶντα καὶ Ἀρχεπτόλεμον φιλτάτους ὄντας αὑτῷ κατηγορῶν ἀπέκτεινεν
- 3. στεναχωρώ, προξενώ λύπη
- μτφ.
- ΕΥΡ Ορεστ 1027 σὺ μή μ΄ ἀπόκτειν΄· ἅλις ὑπ΄ Ἀργείας χερὸς τέθνηχ΄ ὁ τλήμων
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- Από: ἀπό + κτείνω.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ρ11.1
- ἀποκτείνω, ἀπέκτεινον, ἀποκτενῶ, ἀπέκτεινα/ αόρ. β' ἀπέκτανον, ἀπέκτονα, ἀπεκτόνειν
- ιων. μέλλ. ἀποκτενέω
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἀνδροκτασία, αὐτοκτονία, λιμοκτονία
- ρήματα: ἀνταποκτείνω 'σκοτώνω με τη σειρά μου για εκδίκηση', ἐναποκτείνω, κατακτείνω, συγκατακτείνω 'σκοτώνω μαζικά', συναποκτείνω 'σκοτώνω μαζί με κάποιον', ἀλληλοκτονέω-ῶ, ἀνδροκτονέω-ῶ, ἀνθρωποκτονέω-ῶ, αὐτοκτονέω-ῶ 'σκοτώνω ο ένας τον άλλο', λιμοκτονέω-ῶ
- επίθετα: ἀδελφεοκτόνος, ἀνδροκτόνος, ἀνθρωποκτόνος, αὐτοκτόνος, θηροκτόνος, λυκοκτόνος
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀδελφοκτονία, ἀλληλοκτονία, ἀνθρωποκτονία, βρεφοκτονία, φονοκτονία, δολοκτασία 'φόνος με δόλο'
- ρήματα: ἀποκτενείω 'επιθυμώ να σκοτώσω', ἀποκτέννω, ἀδελφοκτονέω-ῶ, μητροκτονέω-ῶ, φονοκτονέω-ῶ 'γεμίζω με αίμα τη γη σκοτώνοντας'
- επίθετα: ἀδελφοκτόνος, ἀλληλοκτόνος, βουλγαροκτόνος, βρεφοκτόνος, γαμβροκτόνος, δικαιοκτόνος, θεοκτόνος, κυριοκτόνος
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ