Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἀποδιδράσκω
    • ρήμα
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. δραπετεύω (ιδίως για φυλακισμένους ή δούλους) |απόλ. |με γεν. (σπάνια) ή εμπρόθετο προσδιορισμό |λιποτακτώ |στρατιωτικός όρος 2. διαφεύγω, ξεφεύγω, αποφεύγω |με αιτ. |μτφ.

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. δραπετεύω (ιδίως για φυλακισμένους ή δούλους)
    • απόλ.
    • ΞΕΝ Ελλ 1.7.35 ὕστερον δὲ στάσεως γενομένης, ἐν ᾗ Κλεοφῶν ἀπέθανεν, ἀπέδρασαν οὗτοι, πρὶν κριθῆναι
    • ΔΗΜ 25.56 τὸ δεσμωτήριον διορύξας ἀπέδρα
    • με γεν. (σπάνια) ή εμπρόθετο προσδιορισμό
    • ΟΜ Οδ 17.516 πρῶτον γὰρ ἔμ' ἵκετο νηὸς ἀποδρὰς
    • ΑΝΔΟΚ 1.125 ἀποδρᾶσα ἐκ τῆς οἰκίας ᾤχετο
    • ΗΡ. 3.148 ἀποδρὰς ἐκ τῆς Σάμου
    • λιποτακτώ
    • στρατιωτικός όρος
    • ΞΕΝ ΚΑναβ 5.6 οἱ δὲ στρατιῶται...ἠπείλουν αὐτῷ ὅτι εἰ λήψονται ἀποδιδράσκοντα, τὴν δίκην ἐπιθήσοιεν
    • 2. διαφεύγω, ξεφεύγω, αποφεύγω
    • με αιτ.
    • ΞΕΝ ΚΠαιδ 5.2.36 οἱ μὲν γὰρ πολέμιοι πολὺ μὲν ἐλάττονές εἰσι νῦν ἢ πρὶν ἡττηθῆναι ὑφ' ἡμῶν, πολὺ δ' ἐλάττονες ἢ ὅτε ἀπέδρασαν ἡμᾶς
    • ΔΗΜ 21.165 ἀλλ' αὐτῶν ἕκαστος ἑκὼν ἐπιδοὺς τριήρη οὐκ ἀπέδρα ταύτῃ τὴν στρατείαν
    • ΗΡ 2.182 ὅτε ἀπεδίδρησκον (οι κόρες του Δαναού) τοὺς Αἰγύπτου παῖδας
    • μτφ.
    • ΔΗΜ 40.54 ἀξιούτω τοῦτον ἀποδεικνύναι σαφῶς ὑπὲρ ὧν ἂν λέγῃ, καὶ μὴ ἡμᾶς φάσκοντα εἰδέναι, περὶ ὧν αὐτὸς οὐδὲν ἕξει εἰπεῖν δίκαιον, ἀποδιδράσκειν τὴν ἀλήθειαν
    • ΠΛ Ευθυφ 11c ἐμοὶ τὰ ἐν τοῖς λόγοις ἔργα ἀποδιδράσκει
    • ΑΡΙΣΤ Πολιτικ 1270b λάθρᾳ τὸν νόμον ἀποδιδράσκοντας ἀπολαύειν τῶν σωματικῶν ἡδονῶν
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • Από: ἀπό + διδράσκω.
    • Το θέμα του ἔδραν βρίσκεται στον αθεμ. ριζικό ενεστ. και σχετίζεται με την αρχαία ινδική λ. dráti=το βάζω στα πόδια, δραπετεύω.
    • Στον Όμηρο συναντάται μόνο η μτχ. του αόρ. β' ἀποδράς. Το ρηματικό επίθετο με το στερητικό μόριο ἀ- (ἄδραστος) δηλώνει αυτόν που δεν προσπαθεί να αποδράσει. Το ανθρωπωνύμιο Ἄδραστος (ιων. Ἄδρηστος), που μαρτυρείται ήδη στον Όμηρο, δηλώνει αυτόν που δεν μπορεί να ξεφύγει από τη μοίρα του. Πβ. τη νουβέλα του Άδραστου στον Ηρόδοτο (1. 35-45). Ἀδράστεια (ιων. Ἀδρήστεια) είναι τίτλος της Νέμεσης, της θείας δίκης, από την οποία κανένας θνητός δεν μπορεί να ξεφύγει.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • ἀποδιδράσκω, ἀπεδίδρασκον, ἀποδράσομαι, ἀπέδραν, ἀποδέδρακα, ἀπεδεδράκειν
    • ιων. ἀποδιδρήσκω, μέλλ. ἀποδρήσομαι, αόρ. β' ἀπέδρην, απρφ. αόρ. β' ἀποδρῆναι
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἀπόδρασις, δρασμός 'φυγή', Ἄδραστος, Ἀδράστεια 'επωνυμία της Νέμεσης', δραπέτης
      • ρήματα: ἀποδιδράσκω, διαδιδράσκω 'φεύγω μακριά, δραπετεύω', ἐκδιδράσκω 'φεύγω από ένα μέρος, δραπετεύω', δραπετεύω
      • επίθετα: ἄδραστος
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: δράσκασις, διάδρασις (κατά τον Ησύχιο ) 'δραπετεία', ἡ δραπέτις
      • ρήματα: ἐκδιδράσκω, ἀναδιδράσκω, συναποδιδράσκω, ἀποδραπετεύω
      • επίθετα: δραπετικός 'αναφερόμενος στους δραπέτες δούλους'
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • δραπετίτις 'η προς το δραπετεύειν από κόμματος εις κόμμα κλίσις'
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Σκύρ. δραπετεύου, Θήρα δραπετεύγω 'κάνω σκασιαρχείο από το σχολείο' , Άνδρ. Θήρα δραπέτης, Θράκ. Σάμ. δραπέτ᾽ς 'πολύ ξινό (λ.χ. κρασί, φρούτα)', Αθ. Εύβ. Κάρπθ. Κρ. Πάτμ. Θήρα Ζάκ. το δραπέτι 'ξύδι με πολύ μεγάλη οξύτητα', Κρ. Πάτμ. Πελοπ. Σάμ. Σύρ. δραπέτσι 'πολύ ξινό', Ιθ. Κεφαλλ. τραπέτσι 'πολύ ξινό κρασί', Κρ. δραπετάρης 'φυγάς, πρόσφυγας'