Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἀπάτη
    • ουσιαστικό
    • -ης
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. εξαπάτηση, απάτη |τέχνασμα, στρατήγημα στον πόλεμο για την εξαπάτηση του εχθρού 2. δόλος, δολοπλοκία 3. ψευδαίσθηση, λανθασμένη εντύπωση Β. η Απάτη |προσωποποίηση

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. εξαπάτηση, απάτη
    • ΠΛ Νομ 916d κιβδηλείαν δὲ χρὴ πάντα ἄνδρα διανοηθῆναι καὶ ψεῦδος καὶ ἀπάτην ὡς ἕν τι γένος ὄν
    • ΘΟΥΚ 3.43.2 ὥστε δεῖν ὁμοίως τόν τε τὰ δεινότατα βουλόμενον πεῖσαι ἀπάτῃ προσάγεσθαι τὸ πλῆθος
    • ΣΟΦ Αντ 615 ἁ γὰρ δὴ πολύπλαγκτος ἐλπὶς πολλοῖς μὲν ὄνασις ἀνδρῶν͵/ πολλοῖς δ΄ ἀπάτα κουφονόων ἐρώτων { γιατί η άστατη βέβαια ελπίδα/ για πολλούς βγαίνει σε όφελος,/ άλλων όμως τους κούφιους πόθους γελά }
    • τέχνασμα, στρατήγημα στον πόλεμο για την εξαπάτηση του εχθρού
    • ΘΟΥΚ 7.74.1 οἱ δὲ πρὸς τὸ ἄγγελμα ἐπέσχον τὴν νύκτα͵ νομίσαντες οὐκ ἀπάτην εἶναι { αυτοί πίστεψαν το μήνυμα και δεν έφυγαν εκείνη την νύχτα, γιατί δεν σκέφτηκαν ότι ήταν τέχνασμα }
    • ΞΕΝ Ιππαρ 5.10 ὄντως γὰρ οὐδὲν κερδαλεώτερον ἀπάτης ἐν πολέμῳ { γιατί, πράγματι, τίποτα δεν φέρνει περισσότερα οφέλη στον πόλεμο από την εξαπάτηση του εχθρού }
    • 2. δόλος, δολοπλοκία
    • ΗΡ 1.187 ἡ δ΄ αὐτὴ αὕτη βασίλεια καὶ ἀπάτην τοιήνδε τινὰ ἐμηχανήσατο
    • ΑΝΤΙΦ 5.22 ἡ μετέκβασις ἐγένετο εἰς τὸ ἕτερον πλοῖον οὐδενὶ μηχανήματι οὐδ΄ ἀπάτῃ͵ ἀλλ΄ ἀνάγκῃ
    • 3. ψευδαίσθηση, λανθασμένη εντύπωση
    • ΠΛ Σοφιστ 260c καὶ μὴν ἀπάτης οὔσης εἰδώλων τε καὶ εἰκόνων ἤδη καὶ φαντασίας πάντα ἀνάγκη μεστὰ εἶναι { και όταν βέβαια υπάρχει απάτη, όλα γεμίζουνε κιόλας κατανάγκην απ' ομοιώματα, εικόνες και φαινομενικές παραστάσεις }
    • Β. η Απάτη
    • προσωποποίηση
    • ΗΣ Θεογ 224 μετὰ τὴν δ΄ Ἀπάτην τέκε καὶ Φιλότητα Γῆράς τ΄ οὐλόμενον
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΠΑΤΗ >
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο3
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἀπατεών, ἀπάτημα 'απάτη', ἐξαπάτη, ξεναπάτης 'αυτός που απατά ξένους'
      • ρήματα: ἀπατάω, ἀπατεύω, ἐξαπατάω, προσεξαπατάω, διαπατάω 'εξαπατώ εντελώς', ἐξαπατύλλω 'εξαπατώ κατά κάποιο τρόπο', παραπατάω 'παραπλανώ'
      • επίθετα: ἀπατήλιος 'απατηλός, πανούργος', ἀπατηλός, ἀπατητικός 'αυτός που απατά', εὐαπάτητος, εὐεξαπάτητος, ἀνεξαπάτητος, δυσεξαπάτητος, ἐξαπατητικός
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἀπάτησις 'εξαπάτηση', ἀπατητής, ἀνεξαπατησία, ἐξαπάτημα, ἐξαπάτησις, ἐξαπατητής, ἐξαπατητήρ, ὁμηραπάτη, ὁρκαπάτης 'αυτός που παραβαίνει τον όρκο του', ὑπναπάτης 'αυτός που εξαπατά στον ύπνο', ψευδαπάτη 'η απάτη με ψέμματα', ψυχαπάτης 'αυτός που απατά την ψυχή', φρεναπάτης
      • ρήματα: ἀπατηλογέω, ἀνταπατάω, ἐπαπατάω, ἐπεξαπατάω, συναπατάω, συνεξαπατάω, φρεναπατάω 'εξαπατώ τον εαυτό μου', προαπατάω, προεξαπατάω, προσαπατάω, ὑπεραπατάω
      • επίθετα: ἀπατήμων, ἀπατήνωρ 'αυτός που εξαπατά τους άνδρες'
      • επιρρήματα: ἀνεξαπατήτως, ἐξαπατητικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Επιτομή Λεξικού Κριαρά %απατ%
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • απατηλίτης 'ορυκτολόγος', απατίτης 'ορυκτολόγος', απατητήρια 'είδος θεαμάτων'
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • Λεξικό Γεωργακά %απατ%
      • Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής %απατ%