Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἁπαλός
- επίθετο
- -ος, -ον
- ἁπαλόν
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. απαλός στην αφή, τρυφερός |για μέρη του σώματος |για ανθρώπους και ζώα 2. τρυφερός, μαλακός |για πράγματα Β. |μτφ. |ήσυχος, γλυκός, απαλός |εκθηλυμένος |ΕΠΙΡΡΗΜΑ γλυκά, τρυφερά
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
- 1. απαλός στην αφή, τρυφερός
- για μέρη του σώματος
- ΣΑΠΦΩ απ 81b.2 ἀπάλαισι χέρσιν
- ΑΡΙΣΤΟΦ Εκκλ 902 ἁπαλοῖσι μηροῖς
- ΟΜ Ιλ 17.49, 18.123, 19.92 ἁπαλοῖο αὐχένος, παρειάων ἁπαλάων, ἁπαλοὶ πόδες
- για ανθρώπους και ζώα
- ΕΥΡ ΙΑυλ 1286 βρέφος ἁπαλὸν ἔβαλε
- ΠΛ Συμπ 203c (ὁ Ἔρως) καὶ πολλοῦ δεῖ ἁπαλός καὶ καλός, οἷον οἱ πολλοὶ οἴονται, ἀλλὰ σκληρὸς καὶ αὐχμηρὸς { (ο Έρωτας) κάθε άλλο παρά τρυφερός και ωραίος είναι, αντίθετα είναι τραχύς και απεριποίητος }
- ΞΕΝ ΚΑναβ 5.4.32 ἐπεδείκνυσαν αὐτοῖς παῖδας τῶν εὐδαιμόνων σιτευτούς...ἁπαλοὺς καὶ λευκοὺς σφόδρα
- 2. τρυφερός, μαλακός
- για πράγματα
- ΞΕΝ Οικ 19.18 ὅταν ἔτι αὐτῇ ἁπαλοὶ οἱ βότρυες ὦσι
- ΑΡΙΣΤΟΦ Λυσιστ 1066 ὥστε γεύσεσθ΄ ἁπαλὰ καὶ καλά
- ΗΡ 2.92 τρώγεται δὲ καὶ ἁπαλὰ ταῦτα
- Β.
- μτφ.
- ήσυχος, γλυκός, απαλός
- ΠΛ Φαιδρ 245a λαβοῦσα ἁπαλὴν καὶ ἄβατον ψυχήν
- ΟΜ Ιλ 11.115 ἁπαλόν τέ σφ΄ ἦτορ ἀπηύρα
- ΑΡΙΣΤ Ακουσ 802b ἁπαλώτερον μὲν ἀφίησι διὰ τὴν μαλακότητα τὸν ἦχον
- εκθηλυμένος
- ΑΡΙΣΤΟΦ Θεσμ 192 σὺ δ΄ εὐπρόσωπος͵ λευκός͵ ἐξυρημένος͵ γυναικόφωνος͵ ἁπαλός͵ εὐπρεπὴς ἰδεῖν
- ΠΛ Φαιδρ 239d ἔμπειρον δὲ ἁπαλῆς καὶ ἀνάνδρου διαίτης
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ γλυκά, τρυφερά
- ΟΜ Οδ 14.465 ἁπαλὸν γελάσαι
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΑΠΑΛΟΣ >
- Από: ἁπαλ- + -ός.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε2
- επίθετο συγκρ. ἁπαλώτερος, υπερθ. ἁπαλώτατος
- αιολ. ἄπαλος ή ἀπάλος
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἁπαλότης, ἁπαλυσμός
- ρήματα: ἁπαλύνω
- επίθετα: ἁπαλός, ἁπαλόσαρκος, ἁπαλοσώματος, ἁπαλοτρεφής, ἁπαλόθριξ, ἁπαλόχρους
- επιρρήματα: ἁπαλῶς
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἁπαλία, ἁπαλίας 'αρνάκι γάλακτος', ἁπαλόπαις 'ευαίσθητο παιδί'
- ρήματα:
- επίθετα: ἁπαλόνυχος, ἁπαλοπλόκαμος, ἁπαλοπάρῃος, ἁπαλόστομος, ἁπαλόφρων, ἁπαλόχειρ, ἁπαλόψυχος
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %απαλ%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- απαλοκίτρινος, απαλοκύανος, απαλομελής, απαλοποδοσυρμός, απαλόχροια, απαλοψηλαφάω, απάλυνσις
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Πελοπ. απαλότητα 'οκνηρία'
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ