Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἀνάγκη
    • ουσιαστικό
    • -ης
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • Α. 1. εξαναγκασμός, ανάγκη |φρ. ἐξ ἀνάγκης, ὑπ' ἀνάγκης, δι' ἀνάγκης, κατ' ἀνάγκην 2. θεϊκή βούληση, νόμοι, μοίρα |προσωποποίηση Ἀνάγκη=θεότητα που δηλώνει τη δύναμη του εξαναγκασμού, τη Μοίρα 3. φυσική αναγκαιότητα |φιλοσοφία |φυσική ανάγκη, επιθυμία, όρεξη |στον πληθ. οι φυσικοί νόμοι 4. λογική αναγκαιότητα |φιλοσοφία Β.κρίσιμη περίσταση, δυσμενής θέση Γ.άσκηση ή χρήση βίας |σωματικό μαρτύριο |φρ. ἀνάγκη ἐστί=είναι απαραίτητο να..., αναγκαίο να... |φρ. πᾶσα ἀνάγκη ἐστί=είναι απόλυτη ανάγκη να... |φρ. πολλὴ ἀνάγκη, πᾶσα ἀνάγκη=βεβαίως, ακριβώς έτσι |η δοτ. ως επίρρημα 1. διά της βίας, με το ζόρι 2. αναγκαστικά

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • Α.
    • 1. εξαναγκασμός, ανάγκη
    • ΑΡΙΣΤ ΑναλΥ 95a ἡ δ΄ ἀνάγκη διττή· ἡ μὲν γὰρ κατὰ φύσιν καὶ τὴν ὁρμήν͵ ἡ δὲ βίᾳ ἡ παρὰ τὴν ὁρμήν͵ ὥσπερ λίθος ἐξ ἀνάγκης καὶ ἄνω καὶ κάτω φέρεται͵ ἀλλ΄ οὐ διὰ τὴν αὐτὴν ἀνάγκην
    • ΘΟΥΚ 2.17.2 ἀλλὰ διὰ τὸν πόλεμον ἡ ἀνάγκη τῆς οἰκήσεως
    • φρ. ἐξ ἀνάγκης, ὑπ' ἀνάγκης, δι' ἀνάγκης, κατ' ἀνάγκην
    • ΘΕΟΓΝ ελεγ 1.419 ἀλλ΄ ὑπ΄ ἀνάγκης/ σιγῶ͵ γινώσκων ἡμετέρην δύναμιν
    • ΗΡ 7.172 Θεσσαλοὶ δὲ ὑπὸ ἀναγκαίης τὸ πρῶτον ἐμήδισαν
    • ΘΟΥΚ 7.57.5 οὗτοι δὲ Αἰολῆς Αἰολεῦσι...κατ΄ ἀνάγκην ἐμάχοντο { οι Αιολείς αυτοί είχαν εξαναγκαστεί να πολεμήσουν Αιολείς }
    • ΠΛ Θεαιτ 176a τὴν δὲ θνητὴν φύσιν καὶ τόνδε τὸν τόπον περιπολεῖ ἐξ ἀνάγκης
    • ΠΛ Τιμ 47e δεῖ δὲ καὶ τὰ δι΄ ἀνάγκης γιγνόμενα τῷ λόγῳ παραθέσθαι
    • 2. θεϊκή βούληση, νόμοι, μοίρα
    • ΑΙΣΧ Πρ 103 τὴν πεπρωμένην δὲ χρὴ αἶσαν φέρειν ὡς ῥᾷστα͵ γιγνώσκονθ΄ ὅτι τὸ τῆς ἀνάγκης ἔστ΄ ἀδήριτον σθένος
    • ΕΥΡ Φοιν 1763 τὰς γὰρ ἐκ θεῶν ἀνάγκας θνητὸν ὄντα δεῖ φέρειν
    • προσωποποίηση Ἀνάγκη=θεότητα που δηλώνει τη δύναμη του εξαναγκασμού, τη Μοίρα
    • ΠΛ Συμπ 195c Ἀνάγκῃ καὶ οὐκ Ἔρωτι γεγονέναι
    • ΠΛ Πολ 617b στρέφεσθαι δὲ αὐτὸν ἐν τοῖς τῆς Ἀνάγκης γόνασιν
    • ΠΛ Πολ 617c θυγατέρας τῆς Ἀνάγκης͵ Μοίρας͵ λευχειμονούσας͵ Λάχεσίν τε καὶ Κλωθὼ καὶ Ἄτροπον
    • 3. φυσική αναγκαιότητα
    • φιλοσοφία
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1027a ἐξ ἀνάγκης πάντ΄ ἔσται͵ εἰ τοῦ γιγνομένου καὶ φθειρομένου μὴ κατὰ συμβεβηκὸς αἴτιόν τι ἀνάγκη εἶναι
    • ΑΡΙΣΤ Φυσ 199b τὸ δ΄ ἐξ ἀνάγκης πότερον ἐξ ὑποθέσεως ὑπάρχει ἢ καὶ ἁπλῶς; νῦν μὲν γὰρ οἴονται τὸ ἐξ ἀνάγκης εἶναι ἐν τῇ γενέσει ὥσπερ ἂν εἴ τις τὸν τοῖχον ἐξ ἀνάγκης γεγενῆσθαι νομίζοι͵ ὅτι τὰ μὲν βαρέα κάτω πέφυκε φέρεσθαι τὰ δὲ κοῦφα ἐπιπολῆς { πρέπει όμως να διερωτηθούμε εάν αυτό που γίνεται εξ ανάγκης υπακούει σε αναγκαιότητα υπό κάποια προϋπόθεση ή με απόλυτο τρόπο;... }
    • φυσική ανάγκη, επιθυμία, όρεξη
    • ΑΙΣΧ Αγ 726 γαστρὸς ἀνάγκαις
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 1075 πάρειμ΄ ἐντεῦθεν εἰς τὰς τῆς φύσεως ἀνάγκας. ἥμαρτες͵ ἠράσθης͵ ἐμοίχευσάς τι͵ κᾆτ΄ ἐλήφθης
    • στον πληθ. οι φυσικοί νόμοι
    • ΞΕΝ Απομν 1.1.11 καὶ τίσιν ἀνάγκαις ἕκαστα γίγνεται τῶν οὐρανίων { σε ποιους νόμους υπακούει η κίνηση των ουρανίων σωμάτων }
    • 4. λογική αναγκαιότητα
    • φιλοσοφία
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1064b ἀνάγκης δ΄ οὐ τῆς κατὰ τὸ βίαιον λεγομένης ἀλλ΄ ᾗ χρώμεθα ἐν τοῖς κατὰ τὰς ἀποδείξεις
    • ΑΡΙΣΤ ΑναλΠ 59b ἀνάγκη γὰρ τοῦ συμπεράσματος ἀντιστραφέντος καὶ τῆς ἑτέρας μενούσης προτάσεως ἀναιρεῖσθαι τὴν λοιπήν
    • Β.κρίσιμη περίσταση, δυσμενής θέση
    • ΘΟΥΚ 6.68.4 καὶ τὴν παροῦσαν ἀνάγκην καὶ ἀπορίαν φοβερωτέραν ἡγησάμενοι τῶν πολεμίων
    • ΑΝΤΙΦ 2.2.4 οὐδὲν γὰρ πικρότερον τῆς ἀνάγκης ἔοικεν εἶναι
    • ΞΕΝ Ελλ 5.4.61 γνόντες δ΄ οἱ Ἀθηναῖοι τὴν ἀνάγκην͵ ἐνέβησαν αὐτοὶ εἰς τὰς ναῦς
    • ΠΛ Φαιδ 62c οὐκ ἄλογον μὴ πρότερον αὑτὸν ἀποκτεινύναι δεῖν͵ πρὶν ἀνάγκην τινὰ θεὸς ἐπιπέμψῃ͵ ὥσπερ καὶ τὴν νῦν ἡμῖν παροῦσαν { ...πριν μας στείλει ο θεός το μήνυμά του με τη μορφή μιας κρίσης, όπως η τωρινή }
    • Γ.άσκηση ή χρήση βίας
    • ΘΟΥΚ 1.99.1 λυπηροὶ ἦσαν οὐκ εἰωθόσιν οὐδὲ βουλομένοις ταλαιπωρεῖν προσάγοντες τὰς ἀνάγκας { ασκώντας πίεση σε πολιτείες που δεν ήταν συνηθισμένες ούτε πρόθυμες να υποστούν θυσίες }
    • ΛΥΣ 12.75 ὅσοι ἄνδρες ἀγαθοὶ ἦσαν͵ γνόντες τὴν παρασκευὴν καὶ τὴν ἀνάγκην { όσοι ήταν αγαθοί πολίτες επειδή κατάλαβαν τη συμφωνία και την ασκούμενη πίεση... }
    • σωματικό μαρτύριο
    • ΗΡ 1.116 Ἀστυάγης δέ μιν οὐκ εὖ βουλεύεσθαι ἔφη ἐπιθυμέοντα ἐς ἀνάγκας μεγάλας ἀπικνέεσθαι { όμως ο Αστυάγης του αποκρίθηκε ότι δεν σκέφτεται καθόλου καλά, και φαίνεται να έχει όρεξη να υποβληθεί σε βασανιστήρια μεγάλα }
    • ΑΝΤΙΦ 6.25 ἐξείη δὲ τοὺς δούλους ἑτέραις ἀνάγκαις, ὑφ΄ ὧν καὶ ἢν μέλλωσιν ἀποθανεῖσθαι κατειπόντες͵ ὅμως ἀναγκάζονται τἀληθῆ λέγειν
    • φρ. ἀνάγκη ἐστί=είναι απαραίτητο να..., αναγκαίο να...
    • ΞΕΝ Ελλ 1.1.14 ἀνάγκη εἴη καὶ ναυμαχεῖν καὶ πεζομαχεῖν καὶ τειχομαχεῖν
    • ΠΛ Ευθυφ 14c ἀνάγκη γὰρ τὸν ἐρῶντα τῷ ἐρωμένῳ ἀκολουθεῖν ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ
    • φρ. πᾶσα ἀνάγκη ἐστί=είναι απόλυτη ανάγκη να...
    • ΠΛ Τιμ 29b τούτων δὲ ὑπαρχόντων αὖ πᾶσα ἀνάγκη τόνδε τὸν κόσμον εἰκόνα τινὸς εἶναι
    • φρ. πολλὴ ἀνάγκη, πᾶσα ἀνάγκη=βεβαίως, ακριβώς έτσι
    • ΠΛ Φαιδ 79c πᾶσα ἀνάγκη͵ ὦ Σώκρατες
    • η δοτ. ως επίρρημα
    • 1. διά της βίας, με το ζόρι
    • ΟΜ Οδ 9.98 ἐγὼν ἐπὶ νῆας ἄγον κλαίοντας ἀνάγκῃ { έσυρα δια της βίας τους συντρόφους στα καράβια }
    • ΘΟΥΚ 7.57.4 ὑπήκοοι δ΄ ὄντες καὶ ἀνάγκῃ ὅμως Ἴωνές γε ἐπὶ Δωριᾶς ἠκολούθουν
    • 2. αναγκαστικά
    • ΘΟΥΚ 7.57.7 ἀνάγκῃ μὲν ἐκ τοῦ εὐπρεποῦς͵ βουλήσει δὲ κατὰ ἔχθος τὸ Κορινθίων
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΝΑΓΚΗ >
    • Ελκυστική αλλά σε επίπεδο εικασίας η άπoψη ότι στη λ. ἀνάγκη διακρίνεται η έννοια του "κρατώ κπ. στα χέρια" (πρβλ. ἀγκών, ἀγκάς), από όπου και η σημασία του "περιορίζω".
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο3
    • ιων. και επικ. ἀναγκαίη
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἀνάγκη, τό ἀναγκαῖον, ἀναγκαιότης 'συγγένεια εξ αίματος', ἀναγκοφαγία
      • ρήματα: ἀναγκάζω, διαναγκάζω 'τρυπώ, ανοίγω πόρους', εἰσαναγκάζω, ἐξαναγκάζω, ἐπαναγκάζω, ἐσαναγκάζω, καταναγκάζω, ξυναναγκάζω, περιαναγκάζω 'αναγκάζω από παντού', προσαναγκάζω 'αναγκάζω πιέζοντας ακόμη περισσότερο', συναναγκάζω
      • επίθετα: ἀναγκαῖος, ἀναγκαστός, ἀναγκαστέος, ἀναγκαστικός, ἀναγκόδακρυς
      • επιρρήματα: ἀναγκαίως
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • ιων. ἀναγκαίη
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἀναγκαστήρ 'αυτός που εμποδίζει', ἀναγκαστήριος, ἀνάγκασμα, πειθανάγκη
      • ρήματα: ἀναγκοφαγέω, ἀναγκοτροφέω 'ακολουθώ αναγκαστική διατροφή, όπως λ.χ. οι αθλητές', παραναγκάζω
      • επιρρήματα: ἀναγκαστικῶς
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • ανάγκασις, εξαναγκασμός, εξαναγκαστικός, εξαναγκαστικώς, εξανάγκη, καταναγκαστής, καταναγκαστικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Ικαρ. Στερ.Ελλ. Θράκ. ανάγκασμα, Ίμβρ. Σαμοθρ. ανέgασμα, Πόντ. ᾽νέγκασμαν, Μακεδ. αναγκαστήρ᾽, Κύπ. αναγκαστός, ανηγκαστός, Σύμη αναgαστός, ᾽νεgαστός