Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἅμιλλα
    • ουσιαστικό
    • -ας
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. αγώνας για υπεροχή, συναγωνισμός, δοκιμασία 2. μάχη, συμπλοκή |με γεν. |με επίθ. |ΕΥΡ |φρ. ἅμιλλαν ποιεῖσθαι=αγωνίζομαι να ξεπεράσω κπ., αμιλλώμαι |φρ. εἰς ἅμιλλαν ἔρχεσθαι, ἐξελθεῖν=εμπλέκομαι σε αγώνα, συναγωνίζομαι |φρ. ἅμιλλαν τιθέναι, προτιθέναι=προτείνω αγώνα, αρχίζω αγώνα

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. αγώνας για υπεροχή, συναγωνισμός, δοκιμασία
    • ΑΡΙΣΤ Ρητ 1371a ὅπου γὰρ ἅμιλλα͵ ἐνταῦθα καὶ νίκη ἔστιν
    • ΙΣΟΚΡ 9.10 ἔτι δὲ πρὸς τούτοις ἵππων τε καὶ τριήρων ἁμίλλαις
    • ΗΡ 7.44 θηεύμενος δὲ ἱμέρθη τῶν νεῶν ἅμιλλαν γινομένην ἰδέσθαι
    • ΕΥΡ Ελ 386 ὦ τὰς τεθρίππους Οἰνομάωι Πῖσαν κάτα Πέλοψ ἁμίλλας ἐξαμιλληθείς { Πέλοπα, εσύ που δοκιμάστηκες σε αγώνα αρματοδρομίας παραβγαίνοντας τον Οινόμαο }
    • 2. μάχη, συμπλοκή
    • ΠΛ Φαιδρ 248b θόρυβος οὖν καὶ ἅμιλλα καὶ ἱδρὼς ἔσχατος γίγνεται
    • ΕΥΡ Ελ 1155 εἰ γὰρ ἅμιλλα κρινεῖ νιν αἵματος͵ οὔποτ΄ ἔρις λείψει κατ΄ ἀνθρώπων πόλεις { εάν το αίμα σε αγώνα πολέμου γίνει κριτής, τότε πια δεν θα λείψει η αμάχη από τις πόλεις }
    • με γεν.
    • ἅμιλλα λόγων, μύθων, λέκτρων, γοητείας, σαρκός, ἵππων, τριήρων
    • με επίθ.
    • ΕΥΡ
    • ἅμιλλα πολύτεκνος, φιλόπλουτος, τέθριππος (=ἅμιλλα τέκνων, πλούτου, τεθρίππου)
    • φρ. ἅμιλλαν ποιεῖσθαι=αγωνίζομαι να ξεπεράσω κπ., αμιλλώμαι
    • ΙΣΟΚΡ 10.35 ἐξ ἴσου τὴν ἅμιλλαν αὐτοῖς περὶ τῆς ἀρετῆς ἐποίησεν
    • ΘΟΥΚ 6.32.2 τὸ πρῶτον ἐκπλεύσαντες ἅμιλλαν ἤδη μέχρι Αἰγίνης ἐποιοῦντο
    • φρ. εἰς ἅμιλλαν ἔρχεσθαι, ἐξελθεῖν=εμπλέκομαι σε αγώνα, συναγωνίζομαι
    • ΕΥΡ Τρ 621 κακῷ κακὸν γὰρ εἰς ἅμιλλαν ἔρχεται { η μια μου συμφορά με την άλλη συναγωνίζεται }
    • ΕΥΡ Εκ 226 μήτ΄ ἐς χερῶν ἅμιλλαν ἐξέλθῃς ἐμοί
    • φρ. ἅμιλλαν τιθέναι, προτιθέναι=προτείνω αγώνα, αρχίζω αγώνα
    • ΕΥΡ Μηδ 546 ἅμιλλαν γὰρ σὺ προύθηκας λόγων { γιατί εσύ κίνησες τον αγώνα των λόγων }
    • ΕΥΡ Ανδρ 1020 φονίους ἀνδρῶν ἁμίλλας ἔθετ΄ ἀστεφάνους { κι αγώνες θανάτου στήσατε, ανάμεσα σε άντρες, χωρίς το στεφάνι της νίκης }
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΜΙΛΛΑ >
    • Πιθανώς να προέρχεται από τη λ. ἅμα (=μαζί, συγχρόνως) + επίθημα ιλ- + κατάληξη -jα > ἅμ(α)-ιλ-jα > ἅμιλλα.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο2.1
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: ἁμίλλημα 'αγώνας', ἁμιλλητήρ 'ανταγωνιστής'
      • ρήματα: ἁμιλλάομαι 'αγωνίζομαι, ανταγωνίζομαι με κάποιον', ἀνθαμιλλάομαι 'ανταγωνίζομαι, συναγωνίζομαι με κάποιον', διαμιλλάομαι 'αγωνίζομαι με προθυμία', ἐξαμιλλάομαι 'αγωνίζομαι με σφοδρότητα, αφανίζω', συναμιλλάομαι 'αγωνίζομαι μαζί'
      • επίθετα: ἁμιλλητικός 'αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε αγώνα', ἀνθάμιλλος 'αντίπαλος, ανταγωνιστής', ἐνάμιλλος 'ισοδύναμος, ισοπαλής', ἐφάμιλλος
      • επιρρήματα: ἐναμίλλως
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: ἁμιλλητήριον 'τόπος όπου διεξάγονται αγωνίσματα', διάμιλλα
      • ρήματα: παραμιλλάομαι 'υπερτερώ αγωνιζόμενος', προσαμιλλάομαι
      • επίθετα: ἁμιλλητήριος 'αγωνιστικός, φιλόνικος', ἀναμίλλητος 'αδιαφιλονίκητος', ἀπαράμιλλος 'ανυπέρβλητος', ἰσάμιλλος, παράμιλλος, συνάμιλλος
      • επιρρήματα: ἐφαμίλλως
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Πόντ. άμπλα 'δύναμη, ισχύς'