Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής
ΛΗΜΜΑ
- ἀλλότριος
- επίθετο
- -α, -ον
- ἀλλοτρίως
ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ
ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που ανήκει σε άλλον |διαφορετικός, ανεξάρτητος, περιττός 2. ξένος |με δοτ. |με γεν. |εχθρικός |το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀλλοτρία=ξένη χώρα, χώρα του εχθρού 3.παράξενος, ακατάλληλος ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. κατά περίεργο ή διαφορετικό τρόπο 2. δυσμενώς, εχθρικά
Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας
- ΕΠΙΘΕΤΟ 1. αυτός που ανήκει σε άλλον
- ΟΜ Οδ 20.347 { γελούσαν οι μνηστήρες σαν να είχαν σαγόνια άλλων }
- ΘΟΥΚ 1.70.6 ἔτι δὲ τοῖς μὲν σώμασιν ἀλλοτριωτάτοις ὑπὲρ τῆς πόλεως χρῶνται { μεταχειρίζονται τα σώματά τους σαν να ήταν ξένα }
- ΛΥΣ 1.33 ὥστ΄ οἰκειοτέρας αὑτοῖς ποιεῖν τὰς ἀλλοτρίας γυναῖκας
- διαφορετικός, ανεξάρτητος, περιττός
- ΠΛ Πολ 556d ἰσχνὸς ἀνὴρ πένης, ἡλιωμένος, παραταχθεὶς ἐν μάχῃ πλουσίῳ ἐσκιατροφηκότι, πολλὰς ἔχοντι (ενν. πλουσίῳ) σάρκας ἀλλοτρίας { ο πλούσιος έχει πάνω του πολλά περιττά κιλά }
- ΑΡΙΣΤ Προβλ 878a αἱ δὲ ἐκκρίσεις καὶ σήψεις οὐχ ἡμέτερα͵ ἀλλ΄ ἕτερα καὶ ἀλλότρια τῆς φύσεως ἡμῶν εἰσίν
- ΑΡΙΣΤ ΖΚιν 703a τὸ μὲν οὖν κινούμενον μὲν μὴ πεφυκὸς δὲ κινεῖν δύναται πάσχειν κατ΄ ἀλλοτρίαν δύναμιν
- 2. ξένος
- ΠΛ Λυσις 210c οὐ μόνον οἱ ἀλλότριοι͵ ἀλλὰ καὶ ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ καὶ εἴ τι τούτων οἰκειότερόν ἐστιν
- ΕΥΡ Ιων 607 ἐλθὼν δ΄ ἐς οἶκον ἀλλότριον ἔπηλυς ὤν
- με δοτ.
- ΙΣΟΚΡ 15.104 χρὴ δὲ τὸν ὑπὲρ ἐκείνου λόγον οὐκ ἀλλότριον εἶναι νομίζειν τοῖς ἐνεστῶσιν πράγμασιν
- με γεν.
- ΛΥΣ 28.6 ἀλλοτρίους τῆς πόλεως αὑτοὺς ἡγήσαντο
- εχθρικός
- ΟΜ Ιλ 5.214 ἀπ΄ ἐμεῖο κάρη τάμοι ἀλλότριος φώς { το κεφάλι μου κάποιος εχθρός να κόψει }
- ΛΥΣ 31.34 ἔστι γὰρ τὰ τούτου ἐπιτηδεύματα καινὰ παραδείγματα καὶ πάσης δημοκρατίας ἀλλότρια { η συμπεριφορά του είναι ξένη και εχθρική προς κάθε έννοια δημοκρατίας }
- το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀλλοτρία=ξένη χώρα, χώρα του εχθρού
- ΛΥΣ 12.95 πολλὰς μάχας ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ μαχεσάμενοι
- ΘΟΥΚ 2.39.2 οὐ χαλεπῶς ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ τοὺς περὶ τῶν οἰκείων ἀμυνομένους μαχόμενοι τὰ πλείω κρατοῦμεν
- 3.παράξενος, ακατάλληλος
- ΠΛ Πολ 491d Ἔχει δή, οἶμαι, λόγον τὴν ἀρίστην φύσιν ἐν ἀλλοτριωτέρᾳ οὖσαν τροφῇ κάκιον ἀπαλλάττειν τῆς φαύλης { ...όταν δίνεται στην άριστη φύση μια περισσότερο από όσο πρέπει ακατάλληλη τροφή... }
- ΕΠΙΡΡΗΜΑ 1. κατά περίεργο ή διαφορετικό τρόπο
- ΑΡΙΣΤ Τοπ 108b ὥστε τὸ κοινὸν ἐπὶ πάντων γένος ἀποδιδόντες δόξομεν οὐκ ἀλλοτρίως ὁρίζεσθαι
- 2. δυσμενώς, εχθρικά
- ΛΥΣ 33.1 ἀλλοτρίως αἱ πόλεις πρὸς ἀλλήλας διέκειντο
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ
- < ΑΛΛΟΣ >
- Από: ἀλλο- + επίθημα -τρ- (μηδενισμένη βαθμίδα του -τερ- που απαντάται στον τύπο του συγκριτικού βαθμού του επιθέτου) + -ιος.
ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ
- Ε1α
- επίθετο συγκρ. ἀλλοτριώτερος, υπερθ. ἀλλοτριώτατος
- αιολ. ἀλλότερρος
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ουσιαστικά: ἡ ἀλλοτρία 'η ξένη χώρα', τά ἀλλότρια 'αυτά που ανήκουν σε άλλους', ἀλλοτριότης ή ἀλλοτριότητα, ἀλλοτρίωσις
- ρήματα: ἀλλοτριόω, ἀλλοτριοῦμαι, ἀλλοτριονομέω 'κατατάσσω κάτι όχι στην κανονική του θέση, αποδέχομαι ξένα έθιμα'
- επίθετα: ἀλλοτριοφάγος, ἀλλοτριομορφοδίαιτος
- ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- αιολ. ἀλλότερρος
- ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
- ουσιαστικά: ἀλλοτριοεπίσκοπος 'αυτός που αναμειγνύεται στις υποθέσεις των άλλων', ἀλλοτριοδιδάσκαλος, ἀλλοτριοπραγία, ἀλλοτριοπραγμοσύνη, ἀλλοτριοκάματος, ἀλλοτριοφαγία
- ρήματα: ἀλλοτριάζω 'έχω εχθρική διάθεση', ἀλλοτριολογέω 'λέω ανόητα, περιττά πράγματα', ἀλλοτριοπραγέω, ἀλλοτριοπραγμονέω, ἀλλοτριοφρονέω, ἀλλοτριοφαγέω 'τρώω ξένα φαγητά, τρώω κάτι που δεν πρέπει'
- επίθετα: ἀλλοτριόγαμος, ἀλλοτριόγνωμος, ἀλλοτριούσιος, ἀλλοτριοπράγμων, ἀλλοτριότροπος, ἀλλοτριοειδής, ἀλλοτριόνοος, ἀλλοτριόχρως, ἀλλοτριόχωρος, ἀλλοτριωτέος
- επιρρήματα: ἀλλοτριοτρόπως
- ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- Επιτομή Λεξικού Κριαρά %αλλοτρι%
- ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
- αλλοτριογράφος, αλλοτριοδικία, αλλοτριολογία, αλλοτριολόγος, αλλοτριόφωνος, αλλοτριόμορφος, αλλοτριοσμία 'διαταραχή της όσφρησης', αλλοτριοτεκνία 'γέννηση τερατόμορφου εμβρύου', αλλοτριώσιμος
- ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
- ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
- Σκύρ. αλλότρζος, Πελοπ. αλλόθριος και άλλοτρος
- ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ