Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἀληθής
    • επίθετο
    • -ής, -ές
    • ἀληθῶς
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α. 1. ειλικρινής, φιλαλήθης |για πρόσωπα 2. πραγματικός, αληθινός, βέβαιος |για αφηρημένες έννοιες |με τις λ. λόγος, μῦθος |αληθινός, πραγματικός |ἀληθὴς συλλογισμός, πρότασις, συμπέρασμα (αντ.ψευδής) |λογική Β. |το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀληθῆ, τὸ ἀληθές 1. η αλήθεια |με λεκτικά ρήματα 2. η πραγματικότητα, η αλήθεια |φιλοσοφία |φρ. τἀληθὲς ή ἀληθὲς εἰπεῖν |φρ. ἄληθες;=τι λες, αλήθεια; |ειρων. |ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά, πράγματι

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • ΕΠΙΘΕΤΟ Α.
    • 1. ειλικρινής, φιλαλήθης
    • για πρόσωπα
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1108a περὶ μὲν οὖν τὸ ἀληθὲς ὁ μὲν μέσος ἀληθής τις καὶ ἡ μεσότης ἀλήθεια λεγέσθω
    • ΕΥΡ Ιων 1537 ὁ θεὸς ἀληθὴς ἢ μάτην μαντεύεται;
    • ΑΙΣΧ ΕπτΘ 439 ἡ γλῶσσ΄ ἀληθὴς γίγνεται κατήγορος
    • ΘΟΥΚ 3.56.3 τοῦ μὲν ὀρθοῦ φανεῖσθε οὐκ ἀληθεῖς κριταὶ ὄντες
    • 2. πραγματικός, αληθινός, βέβαιος
    • για αφηρημένες έννοιες
    • ΘΟΥΚ 1.23.6 τὴν μὲν γὰρ ἀληθεστάτην πρόφασιν τοὺς Ἀθηναίους ἡγοῦμαι μεγάλους γιγνομένους
    • ΑΙΣΧ ΕπτΘ 710 ἄγαν δ΄ ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις { πολύ αληθινά βγήκαν τα όνειρα }
    • ΑΝΔΟΚ 4.17 δεομένου δὲ καὶ προφάσεις ἀληθεῖς λέγοντος
    • με τις λ. λόγος, μῦθος
    • αληθινός, πραγματικός
    • ΙΣΟΚΡ 3.7 λόγος ἀληθὴς καὶ νόμιμος καὶ δίκαιος ψυχῆς ἀγαθῆς καὶ πιστῆς εἴδωλόν ἐστιν
    • ΗΡ 1.14 ἀληθέι δὲ λόγῳ χρεωμένῳ οὐ Κορινθίων τοῦ δημοσίου ἐστὶ ὁ θησαυρός, ἀλλὰ Κυψέλου τοῦ Ἠετίωνος
    • ΗΡ 1.120 ὁ δὲ πάντα ὅσα περ οἱ ἀληθέι λόγῳ βασιλέες ἐτελέωσε ποιήσας
    • ΠΛ Κρατ 385c ὁ λόγος δ' ἐστὶν ὁ ἀληθὴς πότερον μὲν ὅλος ἀληθής, τὰ μόρια δ' αὐτοῦ οὐκ ἀληθῆ;
    • ἀληθὴς συλλογισμός, πρότασις, συμπέρασμα (αντ.ψευδής)
    • λογική
    • ΑΡΙΣΤ ΑναλΠ 54a ἐὰν δ΄ ἡ μὲν Α Β πρότασις ὅλη ληφθῇ ἀληθής͵ ἡ δὲ Β Γ ὅλη ψευδής͵ ἔσται συλλογισμὸς ἀληθής
    • Β.
    • το ουδ. ως ουσ. τὰ ἀληθῆ, τὸ ἀληθές
    • 1. η αλήθεια
    • ΘΟΥΚ 3.24.3 μαθόντες δὲ τὸ ἀληθὲς ἐπαύσαντο
    • με λεκτικά ρήματα
    • ΛΥΣ 13.66 ὡς δὲ ἀληθῆ λέγω͵ μάρτυρας κάλει
    • ΠΛ Ευθυδ 14e ἀληθῆ λέγεις͵ ὦ Σώκρατες
    • ΟΜ Οδ 16.61 ἀληθέα πάντ΄ ἀγορεύσω
    • 2. η πραγματικότητα, η αλήθεια
    • φιλοσοφία
    • ΑΡΙΣΤ Ψυχ 404a τὸ γὰρ ἀληθὲς εἶναι τὸ φαινόμενον
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 997a τίνος ἔσται περὶ αὐτῶν ἄλλου τὸ θεωρῆσαι τὸ ἀληθὲς καὶ ψεῦδος;
    • φρ. τἀληθὲς ή ἀληθὲς εἰπεῖν
    • ΔΗΜ 60.24 ἡ τῶνδε τῶν ἀνδρῶν ἀρετὴ τῆς Ἑλλάδος ἦν ψυχὴ τἀληθὲς εἰπεῖν
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 1006b ἀνάγκη τοί νυν͵ εἴ τί ἐστιν ἀληθὲς εἰπεῖν ὅτι ἄνθρωπος͵ ζῷον εἶναι δίπουν
    • φρ. ἄληθες;=τι λες, αλήθεια;
    • ειρων.
    • ΣΟΦ Αντ 758 ἄληθες; ἀλλ΄ οὐ τόνδ΄ Ὄλυμπον͵ ἴσθ΄ ὅτι͵ χαίρων ἐπὶ ψόγοισι δεννάσεις ἐμέ
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Πλουτ 123 ἄληθες͵ ὦ δειλότατε πάντων δαιμόνων;
    • ΕΠΙΡΡΗΜΑ αληθινά, πράγματι
    • ΙΣΟΚΡ 8.21 οὕτω διακειμένους ὥσπερ χρὴ τοὺς ὡς ἀληθῶς συμμάχους καὶ φίλους ὄντας
    • ΕΥΡ Ελ 709 ὡς ἀληθῶς ἐστιν ἥδε σὴ δάμαρ;
    • ΠΛ Γοργ 521c ἀνόητος ἄρα εἰμί͵ ὦ Καλλίκλεις͵ ὡς ἀληθῶς, εἰ μὴ οἴομαι ἐν τῇδε τῇ πόλει ὁντινοῦν ἂν ὅτι τύχοι, τοῦτο παθεῖν
    • ΕΥΡ Αλκησ 802 οὐ βίος ἀληθῶς ὁ βίος ἀλλὰ συμφορὰ
    • ΑΡΙΣΤΟΦ Πλουτ 346 γέγονας δ΄ ἀληθῶς͵ ὡς λέγουσι͵ πλούσιος;
    • ΘΟΥΚ 1.69.1 οὐ γὰρ ὁ δουλωσάμενος͵ ἀλλ΄ ὁ δυνάμενος μὲν παῦσαι περιορῶν δὲ ἀληθέστερον αὐτὸ δρᾷ
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΛΑΝΘΑΝΩ=ΛΗΘΩ >
    • Από: στερητικό ἀ- + -ληθ- + -ής.
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ε18
    • επίθετο συγκρ. ἀληθέστερος, υπερθ. ἀληθέστατος
    • επίρρημα συγκρ. ἀληθέστερον, υπερθ. ἀληθέστατα
    • δωρ. ἀλαθής
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: λαθρόνυμφος, λᾶθος 'κάτι το ξεχασμένο', λήθη, λῆστις 'λήθη', λησμοσύνη, ἀλήθεια, ἀληθοσύνη, ἀληθευτής, ἀλήθευσις
      • ρήματα: ἀληθεύω 'λέω την αλήθεια'
      • επίθετα: λαθραῖος, λαθητικός 'αυτός που εύκολα ξεφεύγει της προσοχής', ληθαῖος 'αυτός που προκαλεί λήθη', λήθαργος 'αυτός που προκαλεί λήθη, αυτός που ξεχνά', λήσμων 'ξεχασιάρης', λησίμβροτος 'αυτός που ξεγελά τους θνητούς', λαθίπονος 'αυτός που ξεχνά τους κόπους', ἀληθής, ἀληθευτικός, ἀληθινός, ἐπιλήσμων
      • επιρρήματα: λάθρᾳ
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. ἀλαθεία, δωρ. ἀλαθής
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: λησμονή, λαθρογαμία, λαθροφαγία, λαθροφόνος, ληθώ 'λήθη'
      • ρήματα: λησμονάω-ῶ, ληθαργέω-ῶ, λαθροφθορέω-ῶ
      • επίθετα: λάθριος, λαθρόδακνος, λαθροφάγος, ληθαῖος 'ξεχασιάρης', ληθαργικός, ληθοποιός 'αυτός που προκαλεί λήθη'
      • επιρρήματα: λαθραίως, λάθρα
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • λανθάνιο 'χημικό στοιχείο', λαθοτυπία, λαθρεμπορείον, λαθρεμπορεύματα, λαθρεμπορία, λαθρεμπόριον, λαθρεμποριοδιώκτης, λαθρέμπορος, λαθροανασκαφή, λαθροθήρας, λαθροκαπνοκόπτης, λαθροϋλοτόμος, λαθροχειρία 'κλοπή, αφαίρεση ενός πράγματος, χωρίς να γίνει η ενέργεια αντιληπτή', λαθρωρύκτης, αναλήθεια, λαθρεμπορεύομαι, λαθρογραφέω-ώ, λαθροβιόω-ώ, λαθρεμπορεύσιμος, λαθρεμπορικός, λαθρόβιος, λαθρεμπορικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Θρακ. λαθρεύω 'δραπετεύω', Χίος Κρ. Μεγίστη αληθεύγω, Κύπ. αληθεύκω, Τσακων.αληθέγγου, Καλ. Καππ. (α)λτ᾽ινό 'αληθινό'