Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

  • ΛΗΜΜΑ

    • ἀλήθεια
    • ουσιαστικό
    • -ας
  • ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΚΟ

    • 1. αλήθεια, αντ. του ψεύδους, της υποκειμενικής γνώμης |φρ. οἷνος καὶ ἀλήθεια (=in vino veritas) 2. πραγματικότητα |αδιαμφισβήτητη αρχή |επιστημ. |επαλήθευση ονείρου, χρησμού 3. φιλαλήθεια, ειλικρίνεια 4. αριστοτελικός ορισμός: η αλήθεια ως μεσότης της αλαζονείας και της ειρωνείας |φιλοσοφία |ως επίρρημα (τῇ) ἀληθείᾳ, ἐπὶ (τῆς) ἀληθείας, κατὰ (τὴν) ἀλήθειαν, εἰς ἀλήθειαν, ἐν τῇ ἀληθείᾳ, μετ' ἀληθείας=αληθινά, στην πραγματικότητα |φρ. χρῶμαι τῇ ἀληθείᾳ=λέω την αλήθεια

    Εμφάνιση/Απόκρυψη Σημασιολογίας

    • 1. αλήθεια, αντ. του ψεύδους, της υποκειμενικής γνώμης
    • ΟΜ Ιλ 24.407 ἄγε δή μοι πᾶσαν ἀληθείην κατάλεξον
    • ΣΟΦ ΟιδΤ 369 εἴπερ τί γ΄ ἔστι τῆς ἀληθείας σθένος
    • ΙΣΟΚΡ 13.1 οἳ προσποιοῦνται μὲν τὴν ἀλήθειαν ζητεῖν͵ εὐθὺς δ' ἐν ἀρχῇ τῶν ἐπαγγελμάτων ψευδῆ λέγειν ἐπιχειροῦσιν
    • ΑΡΙΣΤ Μεταφ 993b ὀρθῶς δ΄ ἔχει καὶ τὸ καλεῖσθαι τὴν φιλοσοφίαν ἐπιστήμην τῆς ἀληθείας
    • φρ. οἷνος καὶ ἀλήθεια (=in vino veritas)
    • ΑΛΚ απ 366.1 οἶνος, ὦ φίλε παῖ, καὶ ἀλάθεα
    • Σύμφωνα με τον Φιλόχορο: "οἱ πίνοντες οὐ μόνον ἑαυτοὺς ἐμφανίζουσιν οἵτινές εἰσιν͵ ἀλλὰ τῶν ἄλλων ἕκαστον ἀνακαλύπτουσι παρρησίαν ἄγοντες. ὅθεν οἶνος καὶ ἀλήθεια" .
    • 2. πραγματικότητα
    • ΘΟΥΚ 1.20.3 οὕτως ἀταλαίπωρος τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας { τόσο αβασάνιστα αναζητούν οι πολλοί τι πραγματικά συνέβη }
    • ΠΛ Φαιδ 65b ἆρα ἔχει ἀλήθειάν τινα ὄψις τε καὶ ἀκοὴ τοῖς ἀνθρώποις; { άραγε η εικόνα που προσφέρουν η όραση και η ακοή στους ανθρώπους ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; }
    • αδιαμφισβήτητη αρχή
    • επιστημ.
    • ΠΛ Πολιτ 299b ἄν τις κυβερνητικὴν καὶ τὸ ναυτικὸν ἢ τὸ ὑγιεινὸν καὶ ἰατρικῆς ἀλήθειαν περὶ πνεύματά τε καὶ θερμὰ καὶ ψυχρὰ ζητῶν φαίνηται
    • επαλήθευση ονείρου, χρησμού
    • ΗΡ 3.64 ἀκούσαντα Καμβύσην τὸ Σμέρδιος οὔνομα ἔτυψε ἡ ἀληθείη τῶν τε λόγων καὶ τοῦ ἐνυπνίου
    • 3. φιλαλήθεια, ειλικρίνεια
    • ΑΙΣΧ Αγ 1550 τίς δ΄ ἐπιτύμβιος αἶνον ἐπ΄ ἀνδρὶ θείῳ σὺν δακρύοις ἰάπτων ἀληθείᾳ φρενῶν πονήσει; { ποιος με εγκώμια και δάκρυα πάνω στον τάφο θα κάνει ό,τι πρέπει με ειλικρινή καρδιά; }
    • ΠΛ Φαιδ 115a κοσμήσας τὴν ψυχὴν οὐκ ἀλλοτρίῳ ἀλλὰ τῷ αὐτῆς κόσμῳ͵ σωφροσύνῃ τε καὶ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνδρείᾳ καὶ ἐλευθερίᾳ καὶ ἀληθείᾳ
    • 4. αριστοτελικός ορισμός: η αλήθεια ως μεσότης της αλαζονείας και της ειρωνείας
    • φιλοσοφία
    • ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1108a περὶ μὲν οὖν τὸ ἀληθὲς ὁ μὲν μέσος ἀληθής τις καὶ ἡ μεσότης ἀλήθεια λεγέσθω ἡ δὲ προσποίησις ἡ μὲν ἐπὶ τὸ μεῖζον ἀλαζονεία ἡ δ΄ ἐπὶ τὸ ἔλαττον εἰρωνεία
    • ως επίρρημα (τῇ) ἀληθείᾳ, ἐπὶ (τῆς) ἀληθείας, κατὰ (τὴν) ἀλήθειαν, εἰς ἀλήθειαν, ἐν τῇ ἀληθείᾳ, μετ' ἀληθείας=αληθινά, στην πραγματικότητα
    • ΞΕΝ Οικ 10.11 γυμναζομένην δὲ ἔφην οὕτως ἂν καὶ ἐσθίειν ἥδιον καὶ ὑγιαίνειν μᾶλλον καὶ εὐχροωτέραν φαίνεσθαι τῇ ἀληθείᾳ
    • ΔΗΜ 18.294 εἴ γ΄ ἐπ΄ ἀληθείας δέοι σκοπεῖσθαι
    • ΑΙΣΧΙΝ 1.40 προφάσει μὲν τῆς τέχνης μαθητής͵ τῇ δ΄ ἀληθείᾳ πωλεῖν αὑτὸν προῃρημένος
    • φρ. χρῶμαι τῇ ἀληθείᾳ=λέω την αλήθεια
    • ΗΡ 7.101 βασιλεῦ͵ κότερα ἀληθείῃ χρήσωμαι πρὸς σὲ ἢ ἡδονῇ;
  • ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ

    • < ΑΛΗΘΗΣ >
    • Από: ἀληθεσ- + επίθημα -ια > (με αποβολή του -σ-) ἀλήθεια
  • ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΟ

    • Ο2.1
    • ιων. ἀληθείη, αιολ. ἀλαθέα
  • ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ ΛΕΞΕΩΝ

    • ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
      • ουσιαστικά: λαθρόνυμφος, λᾶθος 'κάτι το ξεχασμένο', λήθη, λῆστις 'λήθη', λησμοσύνη, ἀλήθεια, ἀληθοσύνη, ἀληθευτής, ἀλήθευσις
      • ρήματα: ἀληθεύω 'λέω την αλήθεια'
      • επίθετα: λαθραῖος, λαθητικός 'αυτός που εύκολα ξεφεύγει της προσοχής', ληθαῖος 'αυτός που προκαλεί λήθη', λήθαργος 'αυτός που προκαλεί λήθη, αυτός που ξεχνά', λήσμων 'ξεχασιάρης', λησίμβροτος 'αυτός που ξεγελά τους θνητούς', λαθίπονος 'αυτός που ξεχνά τους κόπους', ἀληθής, ἀληθευτικός, ἀληθινός, ἐπιλήσμων
      • επιρρήματα: λάθρᾳ
    • ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • δωρ. ἀλαθεία, δωρ. ἀλαθής
    • ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΣΤΗ ΛΟΓΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
      • ουσιαστικά: λησμονή, λαθρογαμία, λαθροφαγία, λαθροφόνος, ληθώ 'λήθη'
      • ρήματα: λησμονάω-ῶ, ληθαργέω-ῶ, λαθροφθορέω-ῶ
      • επίθετα: λάθριος, λαθρόδακνος, λαθροφάγος, ληθαῖος 'ξεχασιάρης', ληθαργικός, ληθοποιός 'αυτός που προκαλεί λήθη'
      • επιρρήματα: λαθραίως, λάθρα
    • ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΔΗΜΩΔΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΛΟΓΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
      • λανθάνιο 'χημικό στοιχείο', λαθοτυπία, λαθρεμπορείον, λαθρεμπορεύματα, λαθρεμπορία, λαθρεμπόριον, λαθρεμποριοδιώκτης, λαθρέμπορος, λαθροανασκαφή, λαθροθήρας, λαθροκαπνοκόπτης, λαθροϋλοτόμος, λαθροχειρία 'κλοπή, αφαίρεση ενός πράγματος, χωρίς να γίνει η ενέργεια αντιληπτή', λαθρωρύκτης, αναλήθεια, λαθρεμπορεύομαι, λαθρογραφέω-ώ, λαθροβιόω-ώ, λαθρεμπορεύσιμος, λαθρεμπορικός, λαθρόβιος, λαθρεμπορικώς
    • ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
    • ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ
      • Θρακ. λαθρεύω 'δραπετεύω', Χίος Κρ.Μεγίστη αληθεύγω, Κύπ. αληθεύκω, Τσακων. αληθέγγου, Καλ.Καππ. (α)λτ᾽ινό 'αληθινό'